Αν και η τιμή παραγωγού του πρόβειου γάλακτος στην Κρήτη είναι η χαμηλότερη από την υπόλοιπη Ελλάδα, το μικρό μέγεθος των μονάδων δεν επιτρέπει στις τοπικές μονάδες να αξιοποιήσουν αυτό το πλεονέκτημα.
Επί ξυρού ακμής βαδίζει η κρητική τυροκομία και ιδιαίτερα το πιο φημισμένο προϊόν της, η γραβιέρα, με δεδομένο το μικρό μέγεθος των τυροκομικών μονάδων του νησιού, καθώς αδυνατεί να διαχειριστεί την υπερβάλλουσα αύξηση του κόστους παραγωγής, ενώ παράλληλα η υψηλή τιμή του προϊόντος περιορίζει την ανταγωνιστικότητα του στην αγορά. Και τούτο σε μία περίοδο που το διαθέσιμο καταναλωτικό εισόδημα μειώνεται σταθερά.
Μιλώντας στο BD, ο κ. Σπύρος Μπαλαντίνος, πρόεδρος του Συλλόγου Τυροκόμων Χανίων και προσωρινός πρόεδρος της Ένωσης Τυροκόμων Κρήτης επεσήμανε μεταξύ των άλλων ότι «οι πωλήσεις στη διάρκεια του 2023 είναι συγκρατημένα μειωμένες κυρίως λόγω των ανατιμήσεων και του περιορισμού της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών».
Και προσθέτει πως «το ανησυχητικό στην προκειμένη περίπτωση είναι το γεγονός ότι τα κρητικά τυροκομικά προϊόντα εμφανίζουν αυξήσεις τιμών που κυμαίνονται από 11% ως και 35%, ενώ οι αυξήσεις σε σύγκριση με το 2021, στο γάλα, που είναι και η πρώτη ύλη, αγγίζουν ακόμα και το 50%». Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σύμφωνα με στοιχεία της Ciscana (πρώην Iri) η γραβιέρα φέτος σε σύγκριση με το 2021, εμφανίζει απώλειες πωλήσεων 11,4%.Unmute
Remaining Time -0:00Fullscreen
Από το 2017 μέχρι και εφέτος η παραγωγή της κρητικής γραβιέρας ΠΟΠ αυξάνεται σχεδόν σταθερά. Από 2,531 χιλιάδες τόνους που ήταν πριν από 7 χρόνια, εφέτος εκτιμάται ότι θα ανέλθει συνολικά στους 3,251 χιλιάδες τόνους. Η καλύτερη χρονιά στη διάρκεια της τελευταίας επταετίας ήταν το 2021 που ανήλθε στους 3,6 χιλιάδες τόνους, ενώ μειώθηκε πέρυσι και αυξήθηκε φέτος.
Όπως αναφέρει ο κ. Μπαλαντίνος, στην Κρήτη λειτουργούν περί τις 100 τυροκομικές μονάδες, εκ των οποίων οι 50 παρουσιάζουν ένα αξιόλογο μέγεθος, ενώ οι άλλες 50 είναι μικρές, πολλές από τις οποίες αγγίζουν και τα όρια της οικοτεχνίας.
Αν και η τιμή παραγωγού του πρόβειου γάλακτος στην Κρήτη είναι η χαμηλότερη από την υπόλοιπη Ελλάδα – κυμαίνεται από 1,14 ευρώ το κιλό ως και 1,35 ευρώ το κιλό, εν αντιθέσει με την υπόλοιπη χώρα που είναι άνω των 1,60 ευρώ το κιλό – ωστόσο είναι το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, που σε συνάρτηση με τα άλλα κοστολογικά στοιχεία δεν επιτρέπει στις τοπικές μονάδες να διαχειριστούν αποτελεσματικά αυτό το πλεονέκτημα.
Ωστόσο, αναφερόμενος ο κ. Μπαλαντίνος στην αύξηση τιμής της πρώτης ύλης σημείωσε πως «η μέση τιμή στην Κρήτη το 2021 ήταν 0,81 ευρώ το κιλό η τιμή του πρόβειου γάλακτος και σήμερα είναι ίσως και πάνω από 1,30 ευρώ, ενώ φτάνει κατά περίπτωση και το 1,40 ευρώ το κιλό. Παράλληλα οι αυξήσεις σε ενέργεια, καύσιμα και δευτερεύουσες ύλες είναι εξουθενωτικές, ειδικά για τα τυροκομεία που είναι ενεργοβόρες επιχειρήσεις».
Από την άλλη πλευρά «παρατηρούμε ότι σε σχέση με το 2021 οι αυξήσεις στα ράφια κυμαίνονται περίπου στο 35%, αν αναλογιστούμε ότι για παράδειγμα η Γραβιέρα Κρήτης είχε μία μέση τιμή στο ράφι περίπου 12 ευρώ το κιλό και σήμερα κυμαίνεται από 15 ως και 18 ευρώ το κιλό. Η αύξηση αυτή προφανώς δεν καλύπτει ούτε την αύξηση της πρώτης ύλης. Παρόλα αυτά παρατηρούμε έντονα μειωμένες τις πωλήσεις τυροκομικών και γαλακτοκομικών καθώς η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώθηκε».
Όπως αναφέρεται σε έκθεση του Συλλόγου των Τυροκόμων Χανίων προς την Περιφέρεια του περασμένου Μαΐου, «το 2022 τα τυροκομεία εισκόμισαν περίπου 18% λιγότερο πρόβειο και περίπου 25% λιγότερο γίδινο γάλα, ενώ αντίστοιχα οι παραγόμενες ποσότητες από κτηνοτρόφους στην Περιφέρεια ήταν σταθερές. Αυτό προκύπτει από τις ποσότητες που μεταφέρθηκαν προς επεξεργασία εκτός Κρήτης από βιομηχανίες οι οποίες δημιούργησαν σταθμούς συγκέντρωσης και συνέλεξαν γάλα με σκοπό την επεξεργασία του εκτός του νησιού. Οι ποσότητες αυτές προορίζονταν για την παραγωγή Κρητικών τυροκομικών προϊόντων».