Για τον Γιάννη Παπασηφάκη από την Ανώπολη Σφακίων η λέξη βοσκός είναι τίτλος τιμής και ιστορίας που τον κουβαλάει … παράσημο στο μέτωπο και στην καρδιά του.
Η περίπτωση του 47χρονου κτηνοτρόφου δεν έχει προηγούμενο, καθώς εδώ και χρόνια έχει επιτύχει κάτι μοναδικό: να μοιράζεται μέσω δημοφιλών διαδικτυακών εφαρμογών στα πέρατα του κόσμου τη μεγάλη του αγάπη για τα Λευκά Όρη και τη ζωή των βοσκών στις Μαδάρες. Αυτό ήταν το «αντίδοτο» στη μοναξιά του, στις εσωτερικές αντάρες του και στις ξαστεριές του.
Σε κάθε live που κάνει, οι followers φθάνουν έως και τους 100.000! Είναι άνθρωποι από την Κρήτη, την Ελλάδα, το εξωτερικό που ακολουθούν με συνέπεια τον Γιάννη, τον αγαπούν, τον σέβονται και τον θαυμάζουν για την απλότητα και την αυθεντικότητα του, αλλά και γιατί τους μυεί στον συναρπαστικό κόσμο των Λευκών Ορέων.
Μέσα από τα βίντεο και τις φωτογραφίες του αποτυπώνει, αφιλτράριστα, την καθημερινότητα των βοσκών που ζουν σαν ασκητές στις Μαδάρες. Μάς πιάνει νοερά από το χέρι και μας οδηγεί στις υπερήφανες κορφές του τόπου του, εκεί που η άγρια ομορφιά του τοπίου κόβει την ανάσα.
Για τη ζωή του γυρίστηκε πριν πολλά χρόνια ντοκιμαντέρ, ενώ μέχρι σήμερα ο Γιάννης έχει παραχωρήσει αρκετές συνεντεύξεις για να προβάλλει τα Λευκά Όρη και τη ζωή των κτηνοτρόφων, στα όμορφα και στα δύσκολα.
Πέτρινες ζωές, υπερήφανες καρδιές
Σε μία επαρχία γεμάτη βουνά, φαράγγια και πέτρες, οι άνθρωποι αναπόφευκτα ήταν αναγκασμένοι να σκληρύνουν για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Και αυτό πέρασε στο DNA τους. Μεγάλες φαμίλιες, δύσκολες συνθήκες, πόλεμοι και φτώχεια.
Τα Λευκά Όρη, με περισσότερες από 54 κορφές άνω των 2000 μέτρων, ήταν πάντα η διέξοδος. Στα παλαιότερα χρόνια εκεί πάνω «ανθούσε» μία ολόκληρη κοινότητα, με δεκάδες μιτάτα, που για να λειτουργήσουν, ήθελαν πολλά χέρια. Σήμερα πια, τα ενεργά μιτάτα έχουν περιοριστεί σημαντικά. Πολλές οικογένειες έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους στο βουνό…
«Για να ξεκινήσουμε από την Ανώπολη και να φθάσουμε στα Λευκά Όρη με τα πρόβατα μας κάνουμε με τα πόδια 6-7 ώρες. Ανεβαίνουμε από τα 650 μέτρα υψόμετρο στα 2.100-2.200» περιγράφει ο Γιάννης, ο οποίος φέτος έκλεισε 40 χρόνια στο βουνό και μάλιστα το γιόρτασε! Ήταν μόλις 7 ετών, το 1984, όταν πάτησε πρώτη φορά το πόδι του στο μιτάτο των προγόνων του, στην Πυρού, ενώ την τελευταία 20ετία, ο Γιάννης περνάει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στην κορυφή. Για εκείνον θα ήταν ευχή να μπορούσε να πάει και τον Δεκέμβριο και τον Γενάρη και τον Φλεβάρη, όμως ξέρει ότι με τόσα μέτρα χιόνι θα ήταν αδύνατη η επιβίωση του και θα έχανε όλα τα ζωντανά του.
«Σεβασμός στη γυναίκα του βοσκού»
Στο βουνό ανέβαιναν μόνο οι άνδρες της κάθε οικογένειας και τα μικρά αρσενικά, 7-8 ετών, για να βοηθούν. Οι γυναίκες έμεναν πίσω να κρατούν το σπίτι. Όσο ο Γιάννης περιγράφει, κάνει μία μικρή διακοπή. «Με όλο το συμπάθιο-μου λέει- πρέπει να κάνετε ένα αφιέρωμα για τις γυναίκες των κτηνοτρόφων. Όλο για μας τους άνδρες γράφετε, όμως πίσω από ένα δυνατό άνδρα, κρύβεται μία ισχυρή γυναίκα. Οι γυναίκες κρατούσαν τα σπίτια και τις οικογένειες όσο οι άνδρες απουσίαζαν για μήνες. Σεβόντουσαν, αγαπούσαν, εκτιμούσαν…».
Για τον Γ. Παπασηφάκη η λέξη «βοσκός» συμπυκνώνει μέρος της παράδοσης και της ιστορίας της Κρήτης και τον στεναχωρεί που ορισμένοι την χρησιμοποιούν με προσβλητικό και ειρωνικό ύφος για να …μειώσουν τους βοσκούς. «Τα μιτάτα είναι τα σπίτια μας, η ιστορία μας, ένα κομμάτι του πολιτισμού της Κρήτης, που σε δύσκολες συνθήκες και με πολλές στερήσεις, οι γονείς μας και οι παππούδες μας, μας ανάθρεψαν, να μάθουμε γράμματα, να σπουδάσουμε. Απ’ αυτά τα χαλάσματα που βλέπεις και πολλοί σπεύδουν να ειρωνευτούν και μιλούν για «σπηλιές», έχουν βγει σπουδαίοι και χρήσιμοι για την κοινωνία άνθρωποι. Ακόμα και τα χαλάσματα, όμως, απαιτούν σεβασμό διότι κρύβεται πίσω η ιστορία μιας οικογένειας με πολλές στερήσεις» λέει.
«Κάποια στιγμή θα σβήσουν τα μιτάτα…»
Τον ρωτάμε ποια θα είναι η συνέχεια. Αποκαρδιωτική, αλλά ειλικρινής και ρεαλιστική η απάντηση. «Δεν υπάρχει συνέχεια, τελειώσαμε» λέει. Είναι δύσκολο να κρατήσεις ένα μιτάτο στις μέρες μας . Μπήκα 48 ετών… Πόσες δυνάμεις να κρατήσω ακόμα… Όλοι οι κτηνοτρόφοι που ανεβαίνουμε με τα πόδια στο βουνό, καταπονούμαστε. Ανεβάζουμε με γαϊδούρια προμήθειες… Αρέσει, δεν αρέσει, αυτή είναι η αλήθεια… Δεν υπάρχουν κίνητρα. Ούτε καλύτερη τιμή, ούτε έξτρα επιδότηση, τίποτα. Τώρα φαντάζει ο τόπος. Ελάχιστοι έχουμε μείνει. Και αυτό θα λείψει και από τον κόσμο που επιζητά αγνά προϊόντα».
Ο Γιάννης θυμάται τις εποχές που έκαναν τις δουλειές τους με ένα μόνο λύχνο και για παρέα είχαν ένα μικρό ραδιοφωνάκι, να ακούνε τα νέα από την ΕΡΑ. «Ούτε το 112 δεν μπορείς να καλέσεις και εκεί πάνω υπάρχουν σοβαρά συμβάντα».
«Το βουνό μου δίνει μεγάλη δύναμη»
-Τι σου έχει διδάξει το βουνό, τον ρωτάμε. «Να είμαι ελεύθερος» αποκρίνεται. Για να επιβιώσεις πρέπει να είσαι δυνατός. Αλλιώς δε γίνεται. Εκεί τα ελάχιστα χρήματα που βγάζουμε, τα βγάζουμε από τις πέτρες, τις στίβουμε! Το βουνό σε εκπαιδεύει. Οι άνθρωποι που ζουν στα Όρη αναπτύσσουν τις αισθήσεις τους στο έπακρον. Την όραση τους, την παρατηρητικότητα τους, την ακοή τους…Εκεί πάνω τίποτα δεν περνάει απαρατήρητο. Ο κάθε θόρυβος που θα ακούσεις, κάτι σημαίνει, κάτι είναι από πίσω».
«Παρέα με τα αγρίμια και τα αστέρια του ουρανού»
Τον ζηλεύω όταν τον ακούω να μου περιγράφει τις νύχτες που κοιτά τον έναστρο ουρανό και νιώθει πως αν απλώσει το χέρι του, θα αγγίξει τους γαλαξίες. Με ενθουσιάζει που «συνυπάρχει» με τα αγρίμια του βουνού, τους κρητικούς αίγαγρους, τους φουρόγατους, τα γεράκια και τους αετούς. «Όχι, βρε αδερφέ, δεν εξαφανίστηκε ο φουρόγατος. Για να τον δεις, πρέπει να είσαι φοβερά παρατηρητικός και να ζεις στο βουνό μήνες. Όταν ανέβεις εσύ για ένα ρεπορτάζ ή για πεζοπορία, δεν μπορείς να πιστεύεις ότι θα δεις τον φουρόγατο».
Ο Γιάννης, όπως προαναφέραμε, έχει χιλιάδες followers σε όλο τον κόσμο. Τι και αν βρίσκεται στα 2000 μέτρα υψόμετρο. «Μέσω τικ τοκ κάθε βράδυ μου κρατάει παρέα, πολύς κόσμος, χιλιάδες κόσμος απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Η επικοινωνία είναι ωραίο πράγμα. Πολλοί δεν ήξεραν καν τα Λευκά Όρη και τα μιτάτα κι όμως τώρα μαθαίνουν με πολύ ενδιαφέρον».
Του ζητάμε να μας περιγράψει μία εικόνα που του έχει μείνει ανεξίτηλη. Δεν μας την έκανε τη χάρη. Δεν είναι ότι δεν ήθελε. Δεν μπορούσε. «Κάθε στιγμή, κάθε λεπτό της ώρας, την ίδια βουνοκορφή τη βλέπεις στα μάτια σου με άλλη ομορφιά…Αλλάζουν τα χρώματα, το σύννεφο, η βροχή, η βλάστηση…»
Μαχητής, ασκητής, ευλογημένος, ελεύθερος. Είναι ο βοσκός των Λευκών Ορέων.Photo Credits: @Facebook / Γ. Παπασηφάκης