Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο Αλέξανδρος Βέλιος με το τελευταίο απονενοημένο διάβημά του για το δικαίωμα στην ευθανασία, μιλούσε μόνο για τον θάνατο – ειδικά τον δικό του θάνατο, με τον οποίο είχε αποκτήσει καιρό πριν την έλευσή του, την περασμένη Κυριακή, μια απόκοσμη, αλλά σε κάθε περίπτωση γενναία σχέση. Κι όμως, ο γλυκά θορυβώδης αυτός τύπος, εξόχως πνευματικός άνθρωπος και ξεχωριστός φίλος για πολλούς από μας, μιλούσε για τη ζωή. Δεν ήταν το θέμα του ο θάνατος. Αυτόν τον είχε απομυθοποιήσει, τον είχε ξεπεράσει αφότου αντιλήφθηκε ότι οι θεραπείες για τον καρκίνο που τον χτύπησε ξαφνικά θα ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Το θέμα του ήταν η ζωή και πώς ο τρόπος που ζούμε και ορίζουμε τον εαυτό μας μπορεί να απαντήσει στους υπαρξιακούς μας φόβους, μπροστά στην εικόνα του αιώνιου σκότους και της ανυπαρξίας. Και ήταν αυτό ένα από τα σημαντικά που μου εξομολογήθηκε όταν τα είπαμε, σε μια συζήτηση για δημοσίευση, λίγο πριν το τέλος.
«Το πρώτο πράγμα που ήθελα να βγάλω ως μήνυμα ήταν ότι ο θάνατος είναι σαν ίσκιος. Μπορούμε να τον διώξουμε, η ζωή υπερισχύει, είναι ένα ποτάμι που παρασύρει τον θάνατο», μου έλεγε μιλώντας, ενώ νοσηλευόταν στο «ΙΑΣΩ», δύο μέρες πριν την τελευταία αναχώρηση. «Δεν ξέρω καν αν υπάρχει θάνατος, υπάρχει μια αέναη ανανέωση αυτού που αποκαλούμε ζωή. Το αν κάποιοι από μας φεύγουμε, γίνεται γιατί κάποιοι άλλοι έρχονται και ανανεώνουν τη ζωή. Ο θάνατός μας δεν σημαίνει τίποτα», επέμενε και συνέχιζε, αποθεώνοντας τη ζωή: «Οποιος επιζητεί έναν αξιοπρεπή θάνατο, σημαίνει ότι θέλει να έχει και μια αξιοπρεπή ζωή. Οποιος θέλει ελευθερία στην επιλογή του θανάτου του, αυτομάτως διεκδικεί περισσότερη ελευθερία και στη ζωή του. Οσο πιο δημιουργικά ζούμε, όσο πιο ολοκληρωμένα βιώνουμε την κάθε μέρα τόσο αποδιώχνουμε με κλωτσιές τον θάνατο. Οσο πληρέστερα ζούμε τόσο λιγότερο μας φοβίζει ο θάνατος».
Η Νάντια ήταν δίπλα του κάθε λεπτό, όχι μόνο στα ταξίδια τους και στη γεμάτη
ζωή τους, αλλά και στις δύσκολες τελευταίες στιγμές, έχοντας αποδεχθεί και στηρίξει μέχρι τέλους την επιθυμία του
Πνευματώδης, καλλιεργημένος όσο λίγοι δημοσιογράφοι της εποχής του, καίτοι κινούνταν πάντοτε μακριά από την «τηλεκατασκευασμένη» νομενκλατούρα του κλάδου, ο Βέλιος ηδονιζόταν να καταφεύγει σε συγγραφείς, φιλοσόφους και στοχαστές. Σε εκείνη τη στροφή της συζήτησής μας, μου υπενθύμισε τι έλεγε ο Ευγένιος Βούλγαρης, μορφή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, για την ετοιμοθανασία. «Είναι ακριβώς αυτό: όταν προετοιμάζεσαι ζώντας με πληρότητα τη ζωή σου, τον έχεις ήδη κατανικήσει τον θάνατο. Οι άνθρωποι που φοβούνται τον θάνατο είναι κατά βάθος αυτοί που δεν έχουν ζήσει ολοκληρωμένη ζωή, δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν, δεν έχουν καν αγγίξει την εκπλήρωση των νεανικών τους ονείρων. Γι’ αυτό φοβούνται το τέλος. Γιατί το τέλος αναδεικνύει τη γύμνια της ζωής τους. Οι άνθρωποι που οδεύουν στον θάνατο αισθανόμενοι πλήρεις κάνουν τον φόβο του θανάτου πέρα».
Το μήνυμα και το αίτημα του Αλέξανδρου Βέλιου για την ευθανασία ήταν απλώς η επίφαση, το προκάλυμμα για την ευζωία. Για μια ζωή χωρίς συμβάσεις, χωρίς κοινωνικούς ή άλλους ενδοιασμούς, χωρίς αχρείαστους και επιβεβλημένους από την κοινωνική αρτηριοσκλήρωση καταναγκασμούς. Το αίτημα για την κατοχύρωση του δικαιώματος στην ευθανασία ήταν ένας στόχος ζωής για τον ίδιο.
«Αν θεωρήσεις τη διαδρομή μου αιρετική, ανατρεπτική και συγκρουσιακή, αυτή είναι η τελευταία μεγάλη πρόκληση που απηύθυνα στην κοινή γνώμη, αλλά μεταξύ μας και στον εαυτό μου, έτσι; Δεν είναι μια απόφαση που την παίρνεις ελαφρά τη καρδία. Αλλά επειδή η ευθανασία είναι κάτι στο οποίο βαθιά πίστευα από νεαρός, το θεωρώ αναφαίρετο δικαίωμα από τα θεμελιώδη. Και πανιάζω στη σκέψη ότι τον θάνατό σου μπορεί να τον ορίσει ο εισαγγελέας, ο παπάς, ο γραφειοκράτης, ο γιατρός. Στη ζωή μας δεν είμαστε ελεύθεροι. Αυτό το έχω αποδεχθεί. Οι συμβιβασμοί που κάνουμε, μικροί και μεγάλοι, είναι τέτοιοι που κάνουν μια ζωή καθ’ υπαγόρευσιν σε μεγάλο βαθμό. Ε, διάολε, στον θάνατό του κανείς πρέπει να μπορεί να είναι ελεύθερος! Εκεί κερδίζει την αξιοπρέπειά του και καταξιώνει όλους τους συμβιβασμούς που έκανε μια ολόκληρη ζωή».
«Hμουν λιγάκι agent provocateur»
Ο θάνατός του υπήρξε εκκωφαντικός. Ηθελε να φύγει μέσα σε μεγάλο θόρυβο, αμφισβητώντας και προκαλώντας την κοινωνία και τις συμβάσεις της για τελευταία φορά. Οχι τυχαία. Ετσι ήθελε κι έτσι έζησε τη ζωή του.
«Εγώ ήμουν λιγάκι αυτό που λένε agent provocateur. Προβοκάτορας, με την καλή έννοια. Ημουν σαν αυτή την αλογόμυγα του Σωκράτη. Επειδή απέναντί μου, ακόμη και τα χρόνια που άρχιζα τη δημοσιογραφία, αντιμετώπιζα ένα σύστημα του οποίου έβλεπες τη σαθρότητα, είχα πάντοτε την ανάγκη να το ταρακουνήσω. Και σιχαινόμουνα πάντοτε την προσχηματικότητα των πολιτικών, την ωραιολογία με την οποία ταΐζουν την κοινή γνώμη και όλα αυτά τα γλυκά στερεότυπα τα οποία πιπιλάει σαν καραμέλες η ίδια η κοινή γνώμη και αποκοιμιέται. Αρα η φύση μου ήταν τέτοια, η ψυχοδομή μου και η επιλογή μου να ταράζω όσο μπορώ τα νερά. Και το να πηγαίνω κόντρα στο ρεύμα δεν ήταν καν επιλογή, ήταν φυσικό για μένα. Διότι αυτά που άκουγα να λέγονται με κατέθλιβαν ή με εξόργιζαν».
Παρά την αλλαγμένη όψη του, από τις εμφανείς δυσλειτουργίες του οργανισμού του πλέον, η φωνή του έβγαινε στεντόρεια και, καθισμένος στην πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι του, τα μάτια του έλαμπαν όταν πέταγε για ακόμη μία φορά το γάντι στην κοινωνική ακαμψία.
«Μου αρέσει να είμαι αποδομητικός. Διότι πιστεύω ότι αληθινό είναι μόνο το αποκαλυπτικό. Ηθικοί συγγραφείς για μένα είναι ο Γκορ Βιντάλ, ο Μακιαβέλι, ο Θουκυδίδης, άνθρωποι δηλαδή που αποδομούν τους γλυκανάλατους μηχανισμούς επιβολής με τους οποίους το σύστημα ταΐζει τους πολίτες», λέει με σαρκαστική διάθεση.
«Ας μείνουμε στην ουσία: διάλογος για την ευθανασία»
Απαλλαγμένος μπροστά στο πέσιμο της αυλαίας από οποιαδήποτε αυτοσυγκράτηση στην έκφραση των συναισθημάτων του, ομολογεί και την ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του με τη δυναμική που έλαβε το αίτημά του. «Γιατί να μην το πούμε κι έτσι. Ικανοποίηση ματαιοδοξίας! Εχω βαθιά ικανοποίηση που φεύγω έχοντας καταφέρει να δημιουργήσω μεγάλο θόρυβο γύρω από ένα θέμα που με έκαιγε. Φεύγω με την ελπίδα ότι έχω κινητοποιήσει κάποια πράγματα μέσα σε μια παραιτημένη κοινωνία, φεύγω με την ελπίδα ότι αυτό το μουχλιασμένο πολιτικό σύστημα ενδεχομένως να αποδεχθεί την ανάγκη κάποιας αλλαγής στο Ποινικό Δίκαιο ώστε η ευθανασία να επιτρέπεται και να λυτρωθούν από τους πόνους χιλιάδες άνθρωποι που σήμερα, αύριο και μεθαύριο λιώνουν και θα λιώνουν σαν ένα κομμάτι κρέας στα νοσοκομεία, για να κάνουν πολλοί γιατροί θεραπευτικό τζίρο»!
Κρατώντας από το χέρι την κορούλα τους, η Νάντια Γερολυμάτου παρέμεινε ήρεμη κατά τη διάρκεια της κηδείας στο Α’ Νεκροταφείο. «Εχω μια οικογένεια, μια γυναίκα, κυρίως ένα μικρό παιδί, που ξέρω ότι υποφέρουν», έλεγε έχοντας πλήρη συναίσθηση της κατάστασης αλλά και της απόφασής του
«Δεν νιώθω αδικία»
Θέλω να μάθω αν θεωρεί άδικο το πώς του συμπεριφέρθηκε η μοίρα. Το ξεκαθαρίζει αμέσως, χωρίς την παραμικρή περιστροφή, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς κανέναν χρωματισμό πίκρας στη φωνή του: «Δεν είναι άδικο. Εχω δει παιδιά με καρκίνο, νέους με ανάλογα προβλήματα να πεθαίνουν μέσα σε πόνους. Οχι, δεν είναι άδικο. Τράβηξα απλώς ένα λάθος λαχείο, όπως χιλιάδες άνθρωποι. Δεν νιώθω κανέναν θυμό, αυτά είναι μες στη ζωή. Η φύση είναι και σπάταλη και άδικη. Και μεταξύ μας, Γιάννη, πρέπει να σου πω ότι νιώθω πολύ τυχερός που φεύγω τώρα και έτσι. Φεύγω πλήρης, τολμώ να πω, μέσα στη γενική συμπάθεια, αποδοχή, αν όχι και σεβασμό. Φεύγω έχοντας κάνει έναν κύκλο δημιουργικό. Αρκετά νέος και όρθιος. Ολα αυτά για μένα είναι προδιαγραφές που πάντα τις ήθελα»!
Μου περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο πώς ήταν οι τελευταίες μέρες πριν μπει στο νοσοκομείο:
«Ημουνα λιώμα, είχα φτάσει δηλαδή στο σημείο να μην μπορώ να συρθώ από την κρεβατοκάμαρα στο σαλόνι. Δεν έτρωγα, δεν μπορούσα να κάτσω πάνω από δέκα λεπτά, να γράψω ή να συγκεντρωθώ να διαβάσω και εκεί είπα “τετέλεσται”. Εφτασα στα όρια των προδιαγραφών που είχα θέσει. Δεν μπορώ να επικοινωνήσω πλήρως, δεν ελέγχω το σώμα μου. Ετσι κι αλλιώς, το προσδόκιμό μου είναι δύο με τέσσερις, άντε πέντε εβδομάδες. Μιλάω με ιατρική πρόβλεψη.
Κάθε μέρα από τις αρχές Αυγούστου οι δυνάμεις μου μειώνονται. Αδυνατίζω γιατί δεν έχω όρεξη. Η συγκέντρωσή μου δεν είναι πια η ίδια. Θα ήμουν μισός άνθρωπος διανοητικά και το 1/10 του ανθρώπου που ήμουνα σωματικά. Θα αρχίζανε κάποιοι πόνοι στο συκώτι, οι στομαχικές διαταραχές επίσης ήταν αρκετά οδυνηρές τελευταία, με τυμπανισμούς και τέτοια λόγω κακού μεταβολισμού, συν βέβαια την προϊούσα εξάντληση που μέρα με την ημέρα με έκανε να χρειάζεται να επιστρατεύσω το βουλητικό μου για να σηκωθώ από το κρεβάτι. Αρα τι μήνα, τι 15ήμερο μου υποσχόταν αυτή η παράταση ζωής; Τίποτα!».
Εξηγεί γιατί μπήκε στο νοσοκομείο για τέσσερις μέρες και εμμέσως διαψεύδει όσα κυκλοφόρησαν ότι περίμενε εκεί να γίνει η ευθανασία.
«Προτίμησα να φύγω και μάλιστα μπήκα στο νοσοκομείο για να μου κάνουν μια ενδυνάμωση με βιταμίνες και τέτοια, για να μπορέσω να έχω δυνάμεις πρόσκαιρες έστω και να αποχαιρετήσω τους φίλους μου με το χαμόγελο όρθιος και, σε τελευταία ανάλυση, να φύγω με το χαμόγελο», λέει.
Ούτε χημειοθεραπείες, ούτε βοτάνια και φυλαχτά
Του κάνω για τελευταία φορά την ερώτηση που του είχα κάνει πολλές φορές, μετά την επιλογή του να σταματήσει τις επιθετικές θεραπείες: «Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα;». «Δεν υπήρχε», μου απαντά ήρεμα και σταθερά και συνεχίζει: «Θα μπορούσα τους τελευταίους δέκα μήνες να μπω σε έναν οδυνηρό και επώδυνο δρόμο με σκληρές χημειοθεραπείες και ενδεχομένως μια οριακή εγχείρηση. Θα αύξανα ίσως το προσδόκιμο κατά μερικούς μήνες ή και έναν χρόνο, αλλά θα ήταν με τόσο κακή ποιότητα ζωής που δεν το ήθελα. Προτιμούσα να φύγω ακέραιος και με σώας τας φρένας. Είχα πάντα ένα μότο: ήθελα να φύγω εν ειρήνη και εν συνειδήσει. Και νομίζω έτσι φεύγω, το πέτυχα».
Εξηγεί στη συνέχεια τη φιλοσοφική του προσέγγιση: «Απέναντι σε αυτό το είδος του πόνου ήμουν πάντα δειλός. Απέναντι στον θάνατο είχα πάντοτε μία πνευματική σκευή η οποία με διευκόλυνε να τον προσεγγίσω και να τιθασεύσω τον φόβο μου». Ομολογεί, όμως, ότι διακατέχεται από τον τρόμο της ανυπαρξίας. «Τον θάνατο τον κάνεις πέρα. Εκείνη όμως την ύστατη στιγμή που, ας το πούμε μεταφορικά, πατιέται το κουμπάκι και το εγώ σου διαλύεται σε εκατομμύρια μικρομόρια στην ανυπαρξία, είναι ένα οδυνηρό πράγμα, το οποίο ακόμα δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω».
Ακαμπτος στις απόψεις του έως την τελευταία στιγμή, σχεδόν αποστρέφεται την όποια ελπίδα για μεταθανάτια ζωή και παραμένει μακριά από μεταφυσικές προσδοκίες, παρότι επικαλείται τη ρήση του Μιτεράν «είμαι περίεργος να μάθω» και παραδέχεται ότι «ποτέ κανείς δεν ξέρει». «Ο ορθολογισμός μου είναι άκαμπτος κατά βάθος. Δεν μου επιτρέπει όλα αυτά να τα αποδεχθώ», μου λέει.
Μου εξομολογείται μάλιστα ότι δεν μπορούσε να δεχθεί την ελπίδα ούτε για ένα θαύμα που θα τον κρατούσε στη ζωή. «Η υπερβολική λογική σε καθιστά όμηρο απέναντι στη… μεταφυσική, δηλαδή απέναντι στη θεολογία που σε απελευθερώνει ενδεχομένως από ορισμένους φόβους και είναι ίσως η ασφαλέστερη συνταγή για να διασκεδάσεις τον φόβο του θανάτου. Είμαστε φτιαγμένοι όπως είμαστε φτιαγμένοι».
Μου εξιστορεί και ένα πρόσφατο παράδειγμα που αποκαλύπτει πώς βίωνε την τελευταία περίοδο της ζωής του: «Τέλη Ιουλίου ήμουν στο εξοχικό κάποιων φίλων και μου είπαν πως υπάρχει μία ώρα από εκεί ένα θαυματουργό μοναστήρι όπου δακρύζει η Παναγία. Μου είπαν “να σε πάμε”. Τους λέω “Δεν πάω σε αυτά”. “Και αν μία στο εκατομμύριο σου κάνει καλό;” με ρωτάνε. Αυθορμήτως τους είπα: “Και αν συμβεί το θαύμα, πώς θα το δικαιολογήσω τότε στον εαυτό μου και στους άλλους;”» μου λέει γελώντας, απολύτως βέβαιος για τα πιστεύω του και πλήρως συνειδητοποιημένος με τη μοίρα του. «Εντέλει δεν πήγα, δεν ήθελα το ενδεχόμενο θαύμα στο οποίο δεν πιστεύω έτσι κι αλλιώς να ανατρέψει το εποικοδόμημα μιας ζωής», ξεκαθαρίζει αφοπλιστικά, παραδεχόμενος ότι είναι σκληρό όλο αυτό το σύστημα ιδεών και φιλοσοφημάτων για τη ζωή. Περιγράφει δε πώς βίωσε κάποιες αντιδράσεις συνανθρώπων απέναντι στο δράμα του: «Στην πραγματικότητα με κούρασαν όλοι οι καλοί άνθρωποι. Δεκάδες ήταν αυτοί που προσέτρεξαν μόλις δημοσιοποιήθηκε το πρόβλημά μου να μου προτείνουν μαγικές συνταγές, βότανα, λάδια, εικονίσματα, γέροντες στο Αγιον Ορος και φυλαχτά. Ολοι έλεγαν ότι τα έχουν δοκιμάσει και έχουν κάνει θαύματα.
Μέχρι και χθες κάποιος ήθελε επιτακτικά να μου φέρει μια ειδική βιταμίνη ώσπου ξέσπασα και του είπα: “Καλέ μου άνθρωπε, σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, αλλά αφήστε με επιτέλους να πεθάνω ήσυχος! Δεν θέλω να έχω ούτε ελπίδα, ούτε φυλαχτά, ούτε θαύματα να συμβούν! Θέλω να πεθάνω ήσυχος, το καταλαβαίνετε;”». Το λέει και το ξαναλέει: «Ηθελα να πεθάνω γαλήνιος, μου χαλάγανε την ειρήνη. Το τελευταίο εικοσαήμερο ειδικά συνδιαλέγομαι μόνο με τον θάνατο. Εχω εν μέρει αποξενωθεί και από την οικογένειά μου, διότι ο μισός δεν είμαι πια στη Γη. Προσπαθώ να κάνω έναν ισότιμο διάλογο μαζί του και να φανταστώ αυτή την ύστατη, αδιανόητη στιγμή όπου διαλύεσαι στην ανυπαρξία, τελειώνεις».
Συμφωνεί ότι όλη αυτή η δημοσιοποίηση ήταν κάπως σκληρή και τον άφησε εκτεθειμένο στο ενδιαφέρον του κόσμου. Αποκαλύπτει, δε, ότι «τα πιο θερμά γράμματα -είναι αστείο- τα εισέπραξα από χριστιανούς (!) οι οποίοι με διαβεβαίωναν ότι ο Χριστός δεν θα αφήσει έναν άνθρωπο σαν εμένα κ.λπ., κ.λπ. Ο Χριστός είναι μαζί σου, μου έλεγαν, μη χάνεις την ελπίδα και την πίστη σου. Και για τούτη τη ζωή και για την άλλη. Ε, αυτό είναι μια κουλτούρα που δεν είναι δική μου. Τη σέβομαι, για να μη σου πω ότι ζηλεύω τους ανθρώπους που έχουν πίστη, αλλά δεν είναι στην κουλτούρα μου, τι να κάνω;». Ηταν φανερό ότι όλη η προσπάθειά του στο τέλος αποσκοπούσε στο να πετύχει τον οδυνηρό συμβιβασμό με την ιδέα της ανυπαρξίας.
«Εχω γυναίκα κι ένα παιδί που ξέρω ότι υποφέρουν»
Πηγαίνοντας στα πιο προσωπικά, η αναφορά στην οικογένειά του είναι το μόνο που τον κάνει να κομπιάζει λίγο. «Εχω μια οικογένεια, μια γυναίκα και ένα μικρό παιδί που ξέρω ότι υποφέρουν. Που ήδη τον τελευταίο καιρό έχουν εμφανή δείγματα συντριβής. Ελπίζω να πειθαρχήσουν», λέει με εμφανώς τρεμάμενη φωνή, αλλά δεν υποχωρεί από την επιλογή του: «Ετσι κι αλλιώς, σκέφτομαι πάντα ότι δεν έχω το δίλημμα να ζήσω με πόνους άλλα δύο χρόνια. Εχω το δίλημμα να φύγω τώρα ή να ζήσω πολύ χειρότερα για άλλες τρεις-τέσσερις εβδομάδες».
Πήγα στο νοσοκομείο δύο φορές: την Παρασκευή που με ζήτησε για να συνομιλήσουμε για το κείμενο στην εφημερίδα και το Σάββατο λίγο πριν το εξιτήριο. Μιλήσαμε για περισσότερη από μιάμιση ώρα συνολικά, μένοντας μόνο οι δυο μας στο δωμάτιο. Παρότι τα σημάδια της αρρώστιας ήταν εμφανή, τίποτα άλλο δεν πρόδιδε έναν άνθρωπο παραιτημένο από τις ιδέες του και κυρίως από την επαφή του με το περιβάλλον.
Κατάλαβα ότι αυτό ήταν που κέρδισε με την επιλογή του να δώσει μάχη για το δικαίωμα στον θάνατό του. Μια μάχη επώδυνη, κόντρα σε κοινωνικούς κανόνες -ακόμη και κόντρα σε εισαγγελείς ή «κοράκια», όπως φαίνεται από ορισμένα από αυτά που συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες- αλλά δίκαιη. Και κυρίως νικηφόρα. Αναπολήσαμε τις αδιανόητα και απροσδόκητα ενίοτε υπέροχες στιγμές που ζήσαμε μαζί και συμφωνήσαμε ότι έπρεπε να είχαμε κάνει περισσότερα ταξίδια μακρινά. Μας πρόλαβε και ξεκίνησε μόνος του το μεγαλύτερο και τελευταίο.
Καλό ταξίδι, φίλε…
protothema.gr