Η διάγνωση του αυτισμού στο άμεσο μέλλον μπορεί να γίνεται μέσα σε μόλις 15 λεπτά χάρη σε ένα νέο φθηνό τεστ ανάλυσης του εγκεφάλου μέσω μαγνητικής τομογραφίας, που για πρώτη φορά ανέπτυξαν βρετανοί επιστήμονες.
Η μέθοδος -που θα αντικαταστήσει για πρώτη φορά τα σημερινά ψυχολογικά κυρίως διαγνωστικά τεστ της προσωπικότητας με ένα πιο αντικειμενικό βιολογικό τεστ- είναι πιθανό να είναι έτοιμη για γενική χρήση σε δύο χρόνια, από κανονικούς τομογράφους που θα χρησιμοποιούν ειδικό λογισμικό. Το τεστ μπορεί να γλυτώσει τους ασθενείς και τους οικογένειές τους από πολλά χρόνια ταλαιπωρίας, καθώς η συγκεκριμένη διαταραχή συχνά δεν διαγιγνώσκεται ακόμα και μετά από δεκαετίες.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής του King’s College του Λονδίνου, υπό την δρα Κριστίν Έκερ του Τμήματος Νευροαναπτυξιακών Επιστημών, όπως αναφέρουν σε σχετική έρευνα που παρουσίασαν στο περιοδικό νευροεπιστήμης “Journal of Neuroscience”, σύμφωνα με τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό και τη βρετανική “Ιντεπέντεντ”, χρησιμοποίησαν ειδικό λογισμικό αναγνώρισης ανεπαίσθητων δομικών μεταβολών στην φαιά ουσία του εγκεφάλου των αυτιστικών (κυρίως στις περιοχές εκείνες που συνδέονται με τη γλώσσα και την κοινωνική συμπεριφορά), πετυχαίνοντας έτσι να εντοπίσουν έγκαιρα τα αυτιστικά άτομα σε ποσοστό 90%. Η τεχνική αυτή μπορεί να οδηγήσει στην υιοθέτησή της για τον πρόωρο έλεγχο των παιδιών.
Ο αυτισμός, που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα διαταραχών, πλήττει περίπου έξι έως επτά άτομα στα χίλια και προκαλείται από ανωμαλίες στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, οι οποίες σε ένα βαθμό έχουν γενετική αιτιολογία. Μεταξύ άλλων, οδηγεί σε δυσκολία ανάγνωσης, αδυναμία έκφρασης συναισθημάτων, κοινωνικής και σωματικής επαφής, προβλήματα προσαρμογής κ.α., με συνέπεια την απομόνωση του πάσχοντος.
Τα συμπτώματα μπορεί να είναι από ήπια έως σοβαρά, όμως εκτιμάται ότι περίπου οι μισοί άνθρωποι που έχουν αυτισμό, δεν έχουν την κατάλληλη διάγνωση. Αν και η πάθηση θεωρείται ότι δεν θεραπεύεται, μια έγκαιρη διάγνωσή της επιτρέπει την πρόωρη έναρξη θεραπείας και μπορεί να βοηθήσει αρκετά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του αυτιστικού.
Οι βρετανοί επιστήμονες επί τρία χρόνια σύγκριναν 20 εγκεφάλους αυτιστικών με ισάριθμους εγκεφάλους υγιών ατόμων ηλικίας 20 – 68 ετών. Με τον τρόπο αυτό, προγραμμάτισαν το λογισμικό του υπολογιστή να διακρίνει τρισδιάστατα εγκεφαλικά “μοτίβα” που εμφανίζονται μόνο στους αυτιστικούς, χρησιμοποιώντας παρόμοιες τεχνικές με αυτές που αξιοποιούνται για τη δημιουργία λογισμικού αναγνώρισης προσώπων και γραφικών χαρακτήρων.
Οι διαφορές του αυτιστικού από τον φυσιολογικό εγκέφαλο είναι πολύ μικρές για να γίνουν ορατές από το ανθρώπινο μάτι, ακόμα κι ενός ειδικού, όμως το λογισμικό μπορεί να τις εντοπίσει. Το πρόγραμμα δίνει απάντηση αν όντως υπάρχει αυτισμός σε εξέλιξη και πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Η έρευνα, προς το παρόν, ανέλυσε εγκεφάλους μόνο ανδρών (επειδή διεθνώς οι άρρενες αυτιστικοί υπερτερούν των γυναικών σε αναλογία τέσσερις προς μια), όμως νεότερες μελέτες ήδη προγραμματίζονται από την ίδια ερευνητική ομάδα, τόσο σε γυναίκες όσο και παιδιά με τη διαταραχή.
Η νέα τεχνική, που θεωρείται χαμηλού κόστους και δεν απαιτεί την αγορά νέου ειδικού εξοπλισμού, παρά μόνο την ανανέωση του λογισμικού στους μαγνητικούς τομογράφους, είναι δυνατό να εισαχθεί στο βρετανικό σύστημα υγείας μετά από περίπου δύο χρόνια. Σύμφωνα με την Έκερ, η τρέχουσα μέθοδος διάγνωσης του αυτισμού είναι ακριβή, χρονοβόρα, αγχώνει τον ασθενή και την οικογένειά του και είναι εφικτή σε λίγα μόνο διαγνωστικά κέντρα που έχουν την αναγκαία εμπειρία, με τελική συνέπεια σήμερα να υπάρχουν άνθρωποι 50 και 60 ετών με αυτισμό, οι οποίοι όμως δεν έχουν διαγνωστεί ότι πάσχουν.