Αγαπημένοι μου γονείς, αδέλφια, συγγενείς, φίλοι γνωστοί και άγνωστοι. Είμαι ένας νεαρός ανώνυμος πολίτης, που η ζωή μου τελείωσε στον δρόμο, μια μέρα μεσημέρι που ο ήλιος έλαμπε και η άσφαλτος έκαιγε.
Τώρα, ταξιδεύοντας στο άπειρο σύμπαν μέσα στην ατέλειωτη μοναξιά του ταξιδιού μου αυτού θα ήθελα να πω δύο – τρείς κουβέντες – σκέψεις μήπως το επόμενο θύμα ενός τροχαίου δυστυχήματος καθυστερήσει την άφιξη του εδώ πάνω στην ουράνια συνάθροιση των ανοήτως απολεσθέντων στην άσφαλτο ψυχών. Θα ήθελα να είναι αυτές οι λέξεις και οι κουβέντες σπαθιά, που θα καρφώσουν ίσια στην καρδιά καθενός από τους αναγνώστες για να τους πονέσουν και έστω στιγμιαία να τους υποχρεώσουν έστω και για ένα δευτερόλεπτο να σκεφτούν. Άραγε άξιζε τον κόπο; Όλοι μας βολευόμαστε πίσω από το μοιρολατρικό «ότι ήταν μια κακιά στιγμή». Και εσύ, που ήσουν όλα τα προηγούμενα χρόνια; Που αρμένιζες αμέριμνος, απροετοίμαστος για τα μελλούμενα;
Κάθε πρωί αγαπημένοι μου γονείς θυμάμαι, που μου λέγατε: «πρόσεχε μην τρέχεις, σταμάτα στο κόκκινο φανάρι, να σέβεσαι το stop, φόρα το κράνος, μην πίνεις όταν οδηγείς, μην ξεχνάς, ότι, μια ζεστή αγκαλιά θα σε περιμένει στο σπίτι».
Θυμάμαι ακόμα τον θυμόσοφο παππού να μου λέει: “Παιδί μου όχι προσπεράσεις στις στροφές γιατί ο Χάρος τέτοια μέρη διαλέγει και κάνει καρτέρι”.
Εγώ όμως ήμουν βιαστικός. Όπως πάντα, όλοι οι νέοι. Δεν άκουγα τα λόγια τους. Μόνο την βουή της φωνής τους. Κουνούσα συγκαταβατικά το κεφάλι μου αλλά από συνήθεια. Σε μία τέτοια στροφή ο Χάρος με περίμενε χαμογελαστός με ανοιχτές αγκάλες. Δεν τον γνώρισα στην αρχή μα όταν με έσφιξε και άρχισε να με συνθλίβει όχι από αγάπη αλλά από την αγαπημένη του συνήθεια να παίρνει ζωές και όταν εγιναν τανάλιες τα χέρια του τότε κατάλαβα ότι δεν έχει επιστροφή.
Τώρα έχω χρόνο πολύ, γι’ αυτό και σας γράφω. Μου έλεγες πατέρα «μην τρέχεις με την μηχανή. Γιατί εκτός από εμένα υπάρχουν και παιδιά , γέροντες, ανήμποροι, που μπαίνουν στους δρόμους και κυκλοφορούν. Και αν εσύ επιλέγεις να μην σέβεσαι τον εαυτό σου , οι αθώοι μου έλεγε δεν σου φταίνε σε τίποτα».
Εγώ όμως καβαλούσα την μηχανή και καμαρωτός έτρεχα σαν να ήμουν άτι γιοργαλίδικο, που ξαμολιόμουν στους λόφους και στους κάμπους και ήταν όλος ο κόσμος δικός μου.
Σε μία στροφή έγινε το μοιραίο. Μαζί με εμένα ο Χάρος πήρε μαζί του και έναν άλλο άγγελο.
Δεν έφταιγε σε τίποτα. Ήταν όμως συνεπιβάτης μου. Και είχα διπλή ευθύνη .Γιατί ήμουν απ’ αυτούς που άφηναν να καθίζουν εύκολα στις μηχανές χωρίς κράνη γιατί νόμιζαν, ότι μόνο οι οδηγοί είναι υποχρεωμένοι να τα φοράνε. Το μοιραίο για όλους λάθος να φοράνε το κράνος στον αγκώνα το έκανα και εγώ. Αντί να προστατεύω το κεφάλι μου προστάτευα τον αγκώνα μου. Και ήρθε το μοιραίο. Προφανώς το κεφάλι μου δεν είχε περιεχόμενο για προστασία όπως απεδείχθη εκ των υστέρων.
Τώρα εδώ στον ουρανό νιώθω μοναξιά και έχω απεριόριστο δικό μου χρόνο να σκεφτώ. Τι έκανα, τι θα μπορούσα να κάνω για να μην στερήσω την παρουσία μου από τους δικούς μου ανθρώπους. Για να μην τους κεράσω πόνο οδύνη και ανείπωτες στιγμές. Δυστυχώς όμως η σκέψη σταματά. Πέταξα την ζωή μου στην άσφαλτο, και συνέθλιψα τα όνειρα μου στη τελευταία γκαζιά πάνω σε μια στροφή.
Κάνει πολύ κρύο εδώ πάνω. Μου λείπει μανούλα η αγκαλιά σου να με ζεστάνει.
Και ας μου φώναζες. «Φόρα τουλάχιστον το μπουφάν και μην ξεχνάς το κράνος» και εγώ απαντούσα «καλά ρε μάνα άσε με ήσυχο». Είχα εθιστεί με την ταχύτητα; Είχα εθιστεί με τον κίνδυνο; Όχι είχα εθιστεί με τον θάνατο και γουλιά-γουλιά σαν ένα γλυκό δηλητήριο το έπινα κάθε μέρα μα δεν το καταλάβαινα.
Και έβγαινα για κόντρες , για σούζες, για οκτάρια και κωλιές για να με θαυμάζουν οι δήθεν φίλοι μου και να με σχολιάζουν. Ότι είμαι κάποιος.
Δεν ήξερα ότι το γκάζι ήταν η σκανδάλη ενός όπλου που σημάδευε μόνο εμένα.
Τώρα είναι αργά.
Κάνει κρύο εδώ πάνω αδερφέ μου. Σαν το μάρμαρο του τάφου μου που δεν το γλυκαίνουν ούτε το ζεσταίνουν ούτε τα δάκρυα σου, ούτε οι οιμωγές της μάνας μας. Να μου την προσέχεις.
Ε…ει άνθρωποι εκεί κάτω. Η μοναξιά του ταξιδιού στους ουρανούς έπειτα από τροχαίο δυστύχημα στην αιώνια ζωή είναι χίλιες φορές πιο οδυνηρή.
Ο ίδιος ο θάνατος στην άσφαλτο είναι ανόητος. Πιο ανόητος και από εμένα, που περιφρονούσα τη ζωή και αγνοούσα τις πατρικές, μητρικές και φιλικές παραινέσεις όλων όσων με αγαπούσαν.
Γιατί οι άλλοι με παραμύθιαζαν με κούπες παροτρύνοντάς με για το τελευταίο ποτήρι κρασί. Και έλεγαν οι φίλοι μου άντε μια τελευταία κούπα για τον δρόμο. Για το καλό δήθεν και εγώ το έπινα. Τελικά δεν ήταν για το δικό μου καλό μα για το καλό του Χάρου που παραμόνευε.
Δεν ξέρω πολυαγαπημένοι μου πως θα μπορούσα να σώσω τον επόμενο συνάνθρωπο από έναν ανόητο θάνατο όπως αυτόν της ασφάλτου. Όμως είχα την ανάγκη να σας πω τις σκέψεις μου και γιατί όχι να σας προβληματίσω. Αν όχι όλους τουλάχιστον έναν. Γι’ αυτόν τον αναγνώστη που μπορεί έστω και στιγμιαία να πει: Όχι την ζωή μου δεν την χαρίζω στην άσφαλτο. Η ζωή είναι όμορφη και μας χρωστάει ωραίες στιγμές. Γι΄αυτό ζήστε την γιατί εγώ δεν πρόλαβα. Έδωσα πολύ πόνο και θλίψη, σε αυτούς που με αγαπούσαν.
Και ήθελα αυτός ο ένας που θα το διαβάσει να αγαπήσει τη ζωή και να το δείξει στην καθημερινότητα του στον δρόμο. Γι΄ αυτόν έγραψα τούτο το γράμμα.
Γράφει ο δικηγόρος Ευτύχης Μαυρογένης