γκόμενα-γαρίδα
Κοινώς μια γκόμενα που έχει τρελό σώμα και χάλια μάπα. Κόβεις το κεφάλι και τρως το υπόλοιπο.
-Μαλάκα, κοίτα κωλαράκι η κοπελιά.. και βυζί.. μπαλκόνι….
-Στάσου μαλάκα να γυρίσει να δεις πρόσωπο… γκόμενα γαρίδα σε φάση!!
στον πούτσο μου λουλούδια
Έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία από το άτομο για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Συνώνυμο με την έκφραση «στ’ αρχίδια μου», αλλά περισσότερο εύηχο. Εναλλακτική χρήση: «στον πούτσο μου γαρδένιες».
– Καλά ρε φίλε, φεύγεις για Γροιλανδία έτσι, χωρίς δουλειά, χωρίς να ξέρεις πού θα μείνεις;
– Φίλε εγώ θα πάω και στον πούτσο μου λουλούδια.
Όταν συμπληρώνεται από την φράση « και γύρω γύρω μέλισσες » δείχνει επιθετική αδιαφορία.
– Μαλάκα θα σε γαμήσει ο Σερίφης άμα δεν πας μάθημα!
– Στον πούτσο μου λουλούδια και γύρω γύρω μέλισσες…
Όταν συμπληρώνετα από την φράση « στ’ αρχίδια μου σαμπάνιες» δημιουργεί την ίδια εντύπωση αδιαφορίας με μεγαλύτερη όμως «ποιητική» δράση (θυμίζοντας τις αθάνατες ελληνικές βραδιές στα σκυλάδικα)!
-Ρε μαν, πάρε τη Ράνια τηλέφωνο μην σε χέσει!
-Στον πούτσο μου λουλούδια, στ’ αρχίδια μου σαμπάνιες.
τζίζας
1. Ο Ιησούς Χριστός
2. Κάποιος που η εμφάνισή του θυμίζει τον Ιησού Χριστού. Είναι αξύριστος, έχει μακρυά μαλλιά μέχρι τον ώμο και πολύ πιθανό είναι παρθένος.
-Ρε μαλάκα… Πως κυκλοφορείς έτσι σα τον τζίζας; Περιμένεις να σταυρώσεις ποτέ γκόμενα έτσι; Κουρέψου ρε μαλάκα. Ξυρίσου. Έλεος.
φακράνας
Βγαίνει από τις δύο αγγλικές λέξεις: fuck + run . Αυτός που πηδάει από δω κι από κει, αφου παραμυθιάζει τον ηλίθιο κόσμο με αγάπες και λουλούδια κι όταν κάνει την δουλειά του, εξαφανίζεται τυχαία επειδή ξέχασε τον θερμοσίφωνα ανοιχτό ή επειδή ο αδελφός του δεν έχει κλειδιά να μπει στο σπίτι κλπ.
-Τι φακράνας ήταν αυτός ο χθεσινός! Ούτε πώς με λένε δεν ρώτησε όταν τελειώσαμε.
αρχιδόκαμπος
Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.
-Λες να πάμε για ποτό σε εκείνο το ροκάδικο;
-Όχι ρε, εκεί είναι πάντα αρχιδόκαμπος, πάμε σε κανένα κλαμπάκι να δούμε κανένα γκομενάκι!
LA
Το διεθνές, large , εναλλακτικό τοπωνύμιο του Lεκανοπεδίου Αττικής . Προφέρεται φυσικά Ελέι.
– Από που ‘σαι ρε φιλαράκ’ εσύ;
– LA μάγκα μου…
– Πιο συγκεκριμένα;
– Μπουρνάζ’ δικέ μου…
ένα κι ένα milko
Φράση η οποία είναι ιδιαιτέρως εύχρηστη όταν κάποιος θέλει να δηλώσει το λιγοστό ή και ανύπαρκτο ύψος ενός άλλου, το οποίο παρομοιάζεται ποσοτικά ως 1 μέτρο και ένα μπουκάλι γνωστού σοκολατούχου ροφήματος.
-Μ’αρέσει που είπες στην Ελίνα να αλλάξει τη λάμπα που κάηκε. Αυτή είναι 1 και 1 milko!!!
ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής
ΤΕΙ του κώλου, συνήθως κάπου στο διάολο.
-Πού πέρασε ο συμμαθηής σου ο Τάκης, Σάκη;
-Ξέρω ‘γω ρε μάνα, σε κάνα ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής στην Κωλοπετινίτσα θα πέρασε… Αφού τα ‘ξυνε όλη τη χρονιά…
πεοτζούς
Το σπέρμα.
Εκ του: πέος + τζους ( juice = χυμός)
– Λες να τα πίνει η Γεωργία;
– Αυτή; Τρελαίνεται για πεοτζούς.
αργάμιση
Περασμένη ώρα, όταν έχει πάει αργά.
-Λοιπόν τι ώρα δείχνει τον αγώνα αύριο;
-Δε θυμάμαι ακριβώς. Κατά τις αργάμιση πάντως, και θα τον χάσω γιατί μεθαύριο πρέπει να ξυπνήσω πολύ νωρίς να μαζέψω χόρτα.
Αγγλιστί: half past late.
Τουρίστας:
– When will our flight leave?
– Half past late…
αξιαγάμητος
Απαντάται κυρίως στο θηλυκό γένος και αναφέρεται σε γυναίκα που περνά τα -συνήθως χαμηλά- στάνταρ του ανδρός.
βλ. και «γαμήσιμη»
– Η Μαρία θα φέρει και μια φίλη της το βράδυ.
– Καλή;
– Αξιαγάμητη!
λεσβιτρίνα, η
Γκέι φίλος μιας λεσβίας, που ποζάρει για σχέση της για λόγους αλληλοκάλυψης.
– A, κοίτα, η Νατάσσα με τη λεσβιτρίνα της!
σάπινγκ
Η κατάσταση σαπίλας, σήψης, αποσύνθεσης. Προκύπτει απ’ το σαπίζω και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου. Στα αγγλικά θα γραφόταν sapping.
Το σάπινγκ ενδείκνυται σε βαθείς καναπέδες και πολυθρόνες, με τη βοήθεια παιχνιδομηχανών και ελαφρών ναρκωτικών (μπάφοι). Κατά τα προχωρημένα στάδια του σάπινγκ ο εγκέφαλος υπολειτουργεί και όλα είναι αστεία και προκαλούν τον γέλωτα.
– Τι θα κάνετε απόψε;
– Μάλλον για σάπινγκ εδώ σπίτι λέμε. Έχουμε ψωνίσει κτλ, οπότε κομπλέ. Δε φέρνεις κι εσύ το pro evo να γίνει σωστή η φάση;
μπουζουκομούνι
Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.
Βασικά γνωρίσματα:
 Ένα τουλάχιστον προκλητικό μέρος του σώματος (ντεκολτέ, πλάτη, πόδια, ώμοι, κοιλιές, σπάλα, κιλότο, ποντίκι κλπ.) γυμνό.
 Επίσημο υπόδημα τύπου γόβας (μυτερή ή κυρτή), πέδιλου (ανοιχτό ή μιουλ) ή μπότας (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και καουμπόικη αλλά με βγαλμένα τα σπιρούνια).
 Κόμμωση (κούρεμα, χτένισμα ή φορμάρισμα) από χέρια ειδικού (μέ όνομα όπως «Λέλος Κανέλλος» κ.λπ.) και απαραιτήτως με τον επιθυμητό όγκο και γυαλάδα.
 Έντυπωσιακό μέικ-απ με ανεκτές έως εκθαμβωτικές ποσότητες στρας.
 Προσεγμένο μανικιούρ (συμβατικό ή γαλλικό) με βαφή νυχιών σε χρώματα από τα βασικά έως και «σάπιο μήλο».
Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:
Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμά και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.
– Πω πω σου λέωωω! Κόψε τα ξέκωλα μπροστά στο Praktiker .
– Μπουζουκομούνια φίλε μου. Όχι σαν τα λέσια που παρακαλάμε να μας κάτσουν στο BIOS .
Χατζηγιάννης
Ο τύπος που ασχολείται με το τραγούδι και την κιθάρα του και αυτοαποκαλείται έντεχνος. Τον πετυχαίνεις συνήθως στα casting των ριάλιτι τύπου fame story και στον ελεύθερο χρόνο του όταν δεν βλέπει τηλεόραση( mad tv ), πάει γυμναστήριο ή προσπαθεί να προσεγγίσει γκόμενες (αν τον ενδιαφέρουν) κουβαλώντας την κιθάρα του στον ώμο για να τους πιάνει κουβέντα. Ο τύπος που στο σχολείο αναλάμβανε πάντα να τραγουδήσει στην γιορτή της 17ης Νοέμβρη.
– Αγάπη μου δεν μπορώ να βρεθούμε σήμερα γιατί είμαι σε φόρμα και λέω να μείνω μόνος με την κιθάρα μου και να γράψω τραγούδια.
– Ουφ, καλά, αλλά να ξέρεις ότι καμιά φορά γίνεσαι πολύ χατζηγιάννης…
Ο τραγουδιστής του ΟΤΕ… για κάποιο λόγο.
Με έχουν στην αναμονή οι βλάβες και έχω βαρεθεί να ακούω αυτές τις βλακείες του Χατζηγιάννη ότι είναι εκεί η γκόμενα και εκείνος απαντάει το τηλέφωνο. Νισάφι πια…
Οτεγιάννης
Ο καλλιτέχνης / τραγουδιστής Μιχάλης Χατζηγιάννης, με την ιδιαίτερα ισχυρή και στενή συνεργασία με τον ΟΤΕ και τις θυγατρικές του.
Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα τραγούδια του συχνά λανσάρονται πρώτα ως μέρος διαφήμισης προϊόντων ΟΤΕ και αργότερα ως το περιεχόμενο του αντίστοιχου δίσκου / CD.
-Άκουσες το καινούργιο του Οτεγιάννη;
-Όχι ακόμα, με το που μπαίνουν διαφημίσεις το αλλάζω και δεν το ‘χω πετύχει…
μπαχάλικο, το
Μαγαζί στο οποίο θα βρείτε πληθώρα ετερόκλητων ειδών, όπως βίδες, μπουλόνια, βενζίνη, υλικά οικοδομών, φωτοβολίδες, τρόφιμα κ.α.
Στο τέλος η Άννα ρώτησε τον μαγαζάτορα πού είναι οι σερβιέτες, γιατί σ’αυτό το μπαχάλικο δεν έβρισκε τίποτα!
καμπιονάτο
Παραπέμπει στο ιταλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ωστόσο αναφέρεται σε μια παρέα από γκόμενες που είναι μπάζα, οι λεγόμενες κάμπιες.
-Πήγαμε για καφέ και η Μαρία κουβάλησε και το καμπιονάτο.
νιώθω
Ξυπνάω.
Άντρας : -Γυναίκα , χτυπάει η πόρτα , τράβα άνοιξε!
Γύναικα : –T ο κινητό σου είναι, νιώσε!
πιθήκι
Οι γκόμενες που πριν τελειώσουν μια σχέση έχουν ήδη βρει το επόμενο θύμα. Ακριβώς δηλαδή όπως κάνουν τα πιθήκια… Πριν αφήσουν το ένα κλαδί έχουν ήδη γατζωθεί από το άλλο. Οι γκόμενες δηλαδή που δεν έχουν μείνει ποτέ χωρίς σχέση και συνήθως χαρακτηρίζονται από ανασφάλεια και έλλειψη προσωπικότητας.
– Ρε φίλε, μεγάλη καριόλα αυτή η Μαρία…
– Γιατί ρε;
– Πριν χωρίσει με τον Τάκη είχε βρει τον Μάκη για καβάτζα και τον Σάκη σε περίπτωση που στράβωνε κάτι με τον Μάκη…
– Μεγάλο πιθήκι η γκόμενα…
Liposan, ο
Αγγλική λέξη η οποία ετυμολογούμενη στα ελληνικά συνθετικά της ( Lipo +san ), σημαίνει τον χοντρό Γιάννη. Στη θέση του ονόματος μπαίνει οποιοδήποτε όνομα ανάλογα με την περίσταση. Ο τύπος Liposan είναι γνωστός και όλοι λίγο ως πολύ είχαμε έναν στο γυμνάσιο: χοντρός, γυαλάκιας και κατά κανόνα απουσιολόγος.
-Θα κάνεις κοπάνα 3η ώρα;
-Ναι. Πες ρε συ στο Liposan να μην μου βάλει απουσία, οκ;
-Έγινε!
οκέικ
Το ΟΚ στα cool-έζικα.
ΟΚ + κέικ ( cake) = οκέικ
-Και φέρε μου τσιγάρα όπως έρχεσαι…
-Οκέικ…
τατιανοχώρι, το
Παραλλαγή του ονόματος γνωστού χωριού της Κρήτης η οποία παραπέμπει στη διαρκή ασχολία των κατοίκων του να σχολιάζουν αλλά πάνω απ’όλα να γνωρίζουν τα πάντα, όπως και γνωστή και δημοφιλής παρουσιάστρια.
-Πού θα πας να ηρεμήσεις μετά το χωρισμό σου;
-Θέλω να πάω στο τατιανοχώρι αλλά θα το ξέρουν ήδη, οπότε…
μπαζόλι, το
Αναφέρεται σε γυναίκες κατά κύριο λόγο -αλλά και άντρες- οι οποίοι δεν είναι ιδιαίτερα θελκτικοί, το αντίθετο μάλιστα. Είναι όρος που χρησιμοποιείται είτε για πολύ άσχημα άτομα είτε για άτομα με ιδόρρυθμο στυλ και ντύσιμο.
Η Σταυρούλα η Μ. είναι τρελό μπαζόλι. Ντύνεται σαν τυφλός χίπις.