Στη Μύκονο δεν μπορεί πια να πάει για διακοπές Ελληνας. Δεν μπορεί καν ξένος με μεσαίο εισόδημα – κανονικά μεσαίο, όχι των 1.000 ευρώ. Δεν μπορεί επίσης να πάει όποιος δεν αντέχει την καφρίλα, την αισχροκέρδεια, την αλαζονεία. Δεν μπορεί να πάει κυρίως εκείνος, Ελληνας ή ξένος, που έζησε το νησί στις στυλάτες, μποέμ, έξω καρδιά, κοσμοπολίτικες, χύμα και σοφιστικέ συγχρόνως εποχές του. Διότι δεν γίνεται να ακούς παντού ντισκοαμανέδες και να βλέπεις Δήλο, ούτε να διασκεδάζεις βλέποντας ανεγκέφαλους να κάνουν χάι με την ποσότητα των φελλών σαμπάνιας που ανοίγουν.
Δεν είναι μόνο η εξωφρενική ακρίβεια. Ούτε τα σουβλατζίδικα στρατιές και οι ορδές των χαπακωμένων πιτσιρικάδων που στοιβάζονται στα πούλμαν με προορισμό το Παραντάις. Ούτε τα γιαχαμπίμπι και οι κάφροι Αραβες που «καίνε» μάτσο τα δολάρια και δεν σέβονται τίποτα και κανέναν αφού τα αγοράζουν. Δεν είναι ούτε οι οργανωμένες ή ελευθέρας βοσκής βίζιτες, ούτε τα drugs, ούτε οι ξεφωνημένοι γκέι που κάνουν «τρενάκι» παραδίπλα σου σε μπαρ και παραλίες. Είναι όλα αυτά μαζί, συν ακόμα βαρύτερα ο απόλυτος αφελληνισμός ενός νησιού που έγινε διάσημο ακριβώς χάρη στην ελληνικότητα που πλάσαρε -και μάλιστα στην καλύτερη τουριστικά εκδοχή της. Κανείς δεν μπορεί να σταματήσει την εξέλιξη. Οπως κανείς δεν αντέχει να βλέπει την καλλονή ερωμένη του να μεταλλάσσεται σε μια άψυχη κούκλα του σεξ αφού ο πελάτης πληρώνει χοντρά. Το εμπόριο είναι δούναι και λαβείν και όταν πουλάς ακριβά, ακόμα και κοπανιστό αέρα, έρχεται η στιγμή της δικής σου σειράς να πληρώσεις το τίμημα.
Ενα νησί για όλα τα γούστα
Οσοι έζησαν το νησί στα χρόνια έστω της αλματώδους ανάπτυξης -για να μη φτάσουμε στην εποχή του Ζάχου Χατζηφωτίου-, όλοι συμφωνούν ότι αυτά που τους θυμίζουν ακόμα Μύκονο είναι ο βουρλισμένος αέρας και οι ανεμόμυλοι στην άκρη του λιμανιού, που περιέργως δεν έγιναν ακόμα boutique hotel. Εντάξει, οι παραλίες της Μυκόνου είναι από άποψη φυσικού κάλλους ασύγκριτες για όλα τα γούστα και τις κατευθύνσεις ανέμων – βασικό για κυκλαδίτικο νησί. Θες χλιδές; Τις έχεις. Θες κοσμικότητες; Εύκολο. Θες μποέμ; Θα βρεις. Θες βολές λόγω οικογένειας, βαρεμάρας κ.τ.λ.; Εχεις δυο-τρεις επιλογές. Θες να είσαι μόνος σου με πέντε βράχια και τρία καβούρια; Κι αυτό το έχεις. Θες να είσαι τσίτσιδος, να διαβάζεις τα άπαντα της ασάνα γιόγκα και να χαιρετάς τον ήλιο; Παίζει και αυτό. Θες beach club και μουσικές να σου καίνε τον εγκέφαλο; Ε, καλά τώρα. Θες σεξ με γνωστές και άγνωστες, με μαύρες και ξασπρουλιάρες, με εξωτικές και ανατολίτισσες, με ντόπια σάρκα ή mixed, χωρισμένες, παντρεμένες, ανύπαντρες σοφιστικέ, ξέκωλες ή φιορούλες και όλες αυτές μαζί; Η λίστα είναι ατελείωτη και διαλέγεις. Και όχι απαραίτητα με τηλέφωνο στον προαγωγό. Φυσάει δαιμονισμένους βοριάδες; Πας Παράγκα, Ορνό, Ψαρού, Καλό Λιβάδι, Λια και Καλαφάτη, κι αν έχεις άντερα Παραντάις και Σούπερ Παραντάις. Φυσάει νοτιάδες ή έχει άπνοια; Πας Πάνορμο, Αγιο Σώστη, Φτελιά και Φωκό και κάποιες ακόμα αμαγάριστες από ομπρέλα και σούσι στην ξαπλώστρα παραλίες. Το νησί ανέκαθεν είχε τεράστια γκάμα επιλογών, και αυτό ήταν το τεράστιο προσόν του σε σχέση με άλλα κυκλαδίτικα και μη νησιά που πούλαγαν ή εναλλακτικό, ή κοσμικό, ή πολιτιστικό, ή οικογενειακό, ή φολκλόρ κ.ο.κ., πάντως ένα από αυτά.
Από τους VIPs στα λιγούρια
Ε, λοιπόν, η Μύκονος τα πούλαγε όλα, και μάλιστα με υποδομές, με ομορφιά, με αυθεντικότητα και, κυρίως, με τη δική της πηγαία ενέργεια, στην οποία συνέβαλαν τόσο το φυσικό κάλλος της όσο και η παλαιότερη γενιά των ντόπιων, αυτοί που αν και δεν βγήκαν ποτέ από τον τόπο τους είχαν ανοιχτομυαλιά και λεβεντιά τέτοια που έγιναν πρωτοπόροι εξαγωγής υψηλής ποιότητας τουριστικού προϊόντος χωρίς να πουλάνε ταρτάρ, αλλά ντοματάκια, λούτζα και τυροβολιά και φυσικά έχοντας μια ανοιχτή αγκάλη για όλους – δεν πά’ να ’ταν και η Lady Gaga με ένα κολοκύθι στο κεφάλι για βραδινό ντύσιμο. Αυτοί οι ντόπιοι και η απαράμιλλη ομορφιά του νησιού ήταν που κράτησαν τους πρώτους μπουρζουάδες της Αθήνας, οι οποίοι ήρθαν τυχαία στο νησί για να κάνουν «τρέλες» μακριά από τα κολωνακιώτικα σαλόνια και το αυστηρό βλέμμα του περίγυρου των 60s. Αυτά στην εποχή του θρυλικού κοσμικογράφου Ζάχου, που έριξε προ πολλού μαύρη πέτρα πίσω του όταν τη δεκαετία του ’90 «πλάκωσαν οι γύφτοι και τα πρώην λιγούρια-νυν νεόπλουτοι», όπως έλεγε, «και μαγάρισαν το νησί». Αν φυσικά ερχόταν σήμερα -που αποκλείεται-, θα ήταν σίγουρα ενδιαφέρουσα η γκάμα των γαλλικών που θα αντάλλασσε με τους μαγαζάτορες που θα του ζητούσαν μίνιμουμ κατανάλωση για τραπέζι 5.000 ευρώ.
Για τις νεαρές αραβικής καταγωγής το ταξίδι στη Μύκονο είναι ευκαιρία απόδρασης από τα αυστηρά ήθη του Ισλάμ
Αυτοί που με όλα τα στραβά και τα υπερβολικά τους ενίοτε (βλέπε εποχή Porsche, Rolex, Χρηματιστήριο, μεθύσια και ασυδοσίες) έδιναν τον παλμό, γέμιζαν με φαν και ενέργεια τη Μύκονο, ήταν η ψυχή του πάρτυ. Το πάρτυ σήμερα για όσους ήξεραν τη Μύκονο αλλιώς τελείωσε. Και δεν το λένε μόνο οι παππούδες με τη γνωστή γραφικότητα: «Α, εμείς τότε… χαλούσε ο κόσμος κ.τ.λ.».
Από τον γυμνισμό στη χυδαιότητα
Οταν κάποτε κατέβηκαν με τις βάρκες στη Μύκονο οι πρώτοι Αθηναίοι επισκέπτες ένιωθαν περίπου σαν Αρειανοί. Ετσι τους αντιμετώπιζαν και οι ντόπιοι που έβλεπαν για πρώτη φορά τουρίστες στο νησί. Πενήντα χρόνια τουριστικής ανάπτυξης μετά και αφού πλάκωσε όλος ο πλανήτης σε αυτά τα λίγα μέτρα βράχου, κάθε Ελληνας επισκέπτης της Μυκόνου νιώθει πάλι σαν Αρειανός και κάπως έτσι τους θεωρούν και οι ντόπιοι. Ενα ξένο σώμα σ’ ένα νησί γεμάτο ξένους, στο οποίο κάθε Ελληνας εκτός από δακτυλοδεικτούμενος νιώθει και τιμωρημένος. Κάποτε η Μύκονος ήταν γεμάτη Ελληνες γι’ αυτό που είναι, και αφού την τάισαν μέχρι σκασμού, είδαν την πόρτα εξόδου γι’ αυτό που έγινε. Κάποτε θεωρούσαν -αδίκως- τρελούς όσους πήγαιναν στο ξερονήσι και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν.
Η επέλαση στο νησί των Αράβων, από τα Εμιράτα και την Αίγυπτο, είναι κάτι πρωτοφανές
στην τουριστική Ελλάδα. Ξοδεύουν ασύλληπτα ποσά και η συσσώρευση εύκολου
και γρήγορου κέρδους, με τις σαμπάνιες να ρέουν ποτάμια και τους ναργιλέδες
να είναι πια μόνιμο αξεσουάρ στις ξαπλώστρες, τρελαίνει τους επιχειρηματίες
Αν για κάτι όμως, πέρα από την ομορφιά της, έγινε διάσημη η Μύκονος, ήταν αφενός ο στυλάτος κοσμοπολιτισμός της, αφετέρου η ενέργειά της. Bye-bye και στο πρώτο και στο δεύτερο. Εμειναν οι μαγαζάτορες να μετράνε ιδρωμένοι λεφτά και να σκάνε ψεύτικα χαμόγελα στους κουρούμπελους Αραβες που με το που τελειώνει το Ραμαζάνι έρχονται να τα κάψουν όλα απ’ όλες τις γωνιές του πλανήτη, χωρίς να υπολογίζουν τίποτα και χωρίς κάποιος να τους βάζει και φραγμούς, Από τον Μπίλι Μπο, τις κλασάτες καλλονές, τους σοφιστικέ γκέι, τους ανεπιτήδευτα χλιδάτους και το μποέμ crowd των 70s και 80s που έδιναν μαθήματα στυλ και χαλαρής κομψότητας, χωρίς χρυσάφια και ρουμπίνια να βαραίνουν τον λαιμό τους, οι οποίοι γίνονταν όλοι μια παρέα στα ολίγα πλην αυθεντικά μυκονιάτικα μπαράκια με τη διονυσιακή ενέργεια και τα full moon parties στις αμμώδεις παραλίες, περάσαμε στην απόλυτη τουριστική έκρηξη των 90s και 00s, με όλους τους εκπροσώπους του εγχώριου χρήματος και των επιχειρηματικών διασυνδέσεων, στις βίλες των 1.000 και βάλε τετραγωνικών, στους mainstream celebrities, στους παπαράτσι, στις ξαπλώστρες και στα εκκωφαντικά πάρτυ, με τους Ελληνες πάντα να σέρνουν τον χορό και να πρωτοστατούν στα γλέντια και στις ζημιές.
Η Μύκονος προσάρμοσε την ταυτότητά της σε όποιον περαστικό τής τρίβει στο κούτελο δολάρια, εν προκειμένω πετροδόλαρα, αν και το τίμημα είναι ο αφελληνισμός ενός νησιού που έμεινε στην Ιστορία ως συνώνυμο της ελληνικής αυθεντικότητας
Η Μύκονος έγινε top, το χρήμα έρρεε άφθονο και παρά τις όποιες ατασθαλίες με την υπερδόμηση και το ξεφύτρωμα όλο και περισσότερων επιχειρήσεων, από σουβλατζίδικα μέχρι τουριστομάγαζα αλλά και διάσημα brands, παρέμενε γεμάτη ενέργεια, με άπειρες επιλογές για όλους τους τύπους της ανθρωπογεωγραφίας – κι ας ήταν σαφώς πιο ακριβή από τα άλλα νησιά, κάτι λογικό λόγω αυξημένης ζήτησης αλλά και υψηλών υπηρεσιών. Η θρυλική «Vegera» στη Χώρα, το top bar στην περαντζάδα που έχει γνωρίσει μεγάλες στιγμές, είναι πια το κοσμηματοπωλείο του Καίσαρη, ο Αγγελετάκης στη σικ Ψαρού έχει γίνει το «Nammos» του Ζαννή, οι «9 Μούσες» δεν υπάρχουν πια, το «Mad» στον γιαλό που γινόταν το after σύστριγγλο μας αποχαιρέτησε.
Η Μύκονος είναι ο απόλυτα must προορισμός για τους νεαρούς πλούσιους Αραβες
Οι γυμνιστές στον Πάνορμο, μετά τη σύμπραξη του Αντώνη Σκανδάλη που είχε πρώτος την ταβέρνα με τον Ζαγκλάρα και τη μετατροπή της σε «ζημιάρικο» στέκι για εναλλακτικούς, μετακόμισαν σιγά-σιγά προς Αγιο Σώστη και Μυρσίνη για να λιάζονται ανενόχλητοι. Οι Ρώσοι και οι Τούρκοι πάνε στο «Nammos» και στο «Interni», οι πιτσιρικάδες πάνε στα Παραντάις και στην Παράγκα, οι οικογένειες στο Καλό Λιβάδι και στον Καλαφάτη, οι γκέι στην Ελιά, οι εναλλακτικοί στις βόρειες παραλίες (Πάνορμος, Φτελιά, Αγιος Σώστης) και οι ορδές των κλάμπερ ξημερώνονται στο «Cavo Paradiso» και συνεχίζουν το ξεφάντωμα εκεί που ξυπνάνε.
Οι Ελληνες πάλι είναι παντού, ανάλογα με τα βαλάντια και τις διαθέσεις. Οσο για τη Χώρα, είναι ακόμα στα χάι της, κι ας έκλεισε το «Pierros». Εχει ακόμα τα «Αστρα» για τους επώνυμους και τους κλασικούς επισκέπτες, άνοιξε και το «Guzel» στον γιαλό στο «La Notte» γίνεται κοσμοχαλασιά από γαρίφαλα, ενώ λίγο πιο κάτω, στο «JackieO’», γκέι, drag queens και μποέμ jet setters ξεφαντώνουν με μπιτ μουσικάρες μέχρι το ξημέρωμα.
Οταν η παραλία Σούπερ Παραντάις ήταν πραγματικός παράδεισος
για τους γυμνιστές
Το εμιράτο των Κυκλάδων
Η επέλαση στο νησί των Αράβων από τα Εμιράτα και την Αίγυπτο, είναι κάτι πρωτοφανές για την τουριστική Ελλάδα. Ξοδεύουν ασύλληπτα ποσά και η συσσώρευση εύκολου και γρήγορου κέρδους, με τις σαμπάνιες να ρέουν ποτάμι και τους ναργιλέδες να είναι πια μόνιμο αξεσουάρ στις ξαπλώστρες, τρελαίνει τους επιχειρηματίες. Και όσο πληθαίνουν οι ορδές των Αράβων, τόσο μειώνονται οι Ελληνες -λογικό-, όπως και εκείνος ο ωραίος μποέμ και χαϊκλασάτος κόσμος που ερχόταν στη Μύκονο για τον unique κοσμοπολιτισμό της, τη μοναδική της ενέργεια, την πληθώρα των επιλογών της. Οι βλαχομπαρόκ υπερβολές και η αραβοποίηση του νησιού, το οποίο προσαρμόζει την εικόνα και την ταυτότητά του στα χούγια των νέων κροίσων που γέννησε η οικονομική ευμάρεια των Αραβικών Εμιράτων, απομακρύνουν τους παλιούς εραστές του όχι μόνο επειδή αρνούνται να πληρώσουν 60 ευρώ το σετ ξαπλώστρας στο Καλό Λιβάδι και πια σχεδόν παντού, ούτε επειδή τα ξενοδοχεία είναι πια πανάκριβα, οι ενοικιαζόμενες βίλες περισσότερες από τα σπίτια των κατοίκων, μόνιμων ή μη, ή επειδή υπάρχουν βίζιτες κάθε εθνικότητας. Είναι επειδή έχει χαθεί όλη εκείνη η αυθεντικότητα ενός νησιού που όσο και να είναι διεθνής προορισμός είναι και ελληνικό.
Η αυθεντικότητα της Μυκόνου υποτάσσεται στην αισθητική του ναργιλέ
Και αυτή την ελληνικότητα της ταυτότητάς του πια την ψάχνεις με το κιάλι. Οι κλασάτοι γκέι, εκείνοι που ανίχνευσαν πρώτοι στο νησί την ιδιαίτερη ενεργειακή αύρα του, αυτό το κράμα μποέμ ελευθερίας, φυσικής ομορφιάς και χαλαρού κοσμοπολιτισμού, την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια. Στη θέση τους ήρθαν άλλου τύπου γκέι, αγριεμένοι και ασύδοτοι, ένα είδος μπανάλ καρνάβαλων με οργιώδεις συμπεριφορές αντίστοιχες με εκείνες των στρέιτ κανιβαλιστών, οι οποίοι κραδαίνοντας με χυδαιότητα τα παραφορτωμένα πορτοφόλια φέρονται σαν σατράπηδες στους λακέδες. Τα περιστατικά με βανδαλισμούς και καταστροφές σε ενοικιαζόμενες χλιδάτες βίλες είναι πάμπολλα. Καψίματα σε ακριβά έπιπλα, σπασίματα, σαμπάνιες να χύνονται σε πισίνες, θρυμματισμένα γυαλιά, εικόνες βομβαρδισμού σε επαύλεις που εν μια νυκτί γίνονται αχούρια μετά από ποτάμια αλκοόλ και γενναίες ποσότητες drugs και ναρκόχαπων. Η Μύκονος δεν έχει πια μποέμ, χαλαρές ταβέρνες με τιμές που να μη σου σηκώνεται η τρίχα, ούτε νεανικά, ωραία μπαράκια στις παραλίες που χρεώνουν με «νεανικές» τιμές το ποτό, ούτε τοπική παραδοσιακή κουζίνα.
Η επέλαση των πολυτελών εστιατορίων (ως προς τις τιμές και όχι απαραίτητα ως προς την ποιότητα) έχει φτάσει μέχρι την άμμο και αντί για χταπόδι λιαστό και ντομάτα – κάππαρη, θα πρέπει να βολευτείς με ταρτάρ σολομού, καρπάτσιο τόνου και μακαρονάδες που οι τιμές τους ξεκινούν από 25 ευρώ. Καμία αντίρρηση αν είχαν και την αντίστοιχη γεύση. Μόνο που όταν ο σερβιτόρος σού πετάει το πιάτο μπροστά σου και βρωμάει η μασχάλη του και το τασάκι έχει βουνό τα αποτσίγαρα και τον ψάχνεις κάνα μισάωρο για να σου φέρει ένα μπουκάλι κρασί και στο τέλος θεωρεί δεδομένο ότι τα ρέστα από τον λογαριασμό-εγκεφαλικό είναι το tip του, κάτι δεν πάει καλά.
Ο σεξοτουρισμός και οι αετονύχηδες
Θα πρέπει πια να έχεις άκρες και να ξέρεις τη Μύκονο καλά για να βρεις κάπου να φας και να φύγεις χορτασμένος χωρίς να κλαις έναν μήνα το κατοστάρι που έδωσες για δυο μπιφτέκια, μια χωριάτικη, μια πατάτες και ένα σαγανάκι, συνοδεία χύμα κρασιού. Το value for money είναι διαχρονικός νόμος της αγοράς και όταν πληρώνεις κάτι ακριβά, θα πρέπει να δικαιολογείται, είσαι-δεν είσαι κροίσος, εκτός αν είσαι κάφρος και βλάκας. Το 2014 στο περιοδικό «Spectator», σε άρθρο του ελληνικής καταγωγής Τάκη Θεοδωρόπουλου με θέμα μια άτυπη σύγκριση μεταξύ Ιμπιζα και Μυκόνου, έγραφε με το γνωστό σκωπτικό του ύφος: «Η Μύκονος έχει ωραιότερα νερά, είναι πιο φθηνή στα κλαμπ και τα ρεστοράν, αλλά υστερεί σε ένα μόνο πράγμα: στον σεξοτουρισμό! Η Ιμπιζα συλλέγει τις πρωτοκλασάτες ιέρειες του πληρωμένου έρωτα τη στιγμή που στη Μύκονο φτάνουν τα κατακάθια». Λοιπόν, έχουμε νέα στον κ. Θεοδωρόπουλο!
Ευτυχώς, η Μύκονος στον σεξοτουρισμό πάει επίσης συναρπαστικά και πια δεν φτάνουν μόνο κατακάθια. Φτάνουν όλες οι βαθμίδες. Δυστυχώς, δεν ισχύει πια το ίδιο και με τους επισκέπτες. Ενα ζευγάρι Γάλλων, αμφότεροι καλλονοί στα 80s, μποέμ και ταξιδεμένοι, άνετοι οικονομικά, με παιδιά σήμερα 18 ετών, που έρχονται στη Μύκονο τα τελευταία 20 χρόνια ανελλιπώς, περιέγραφαν σε παρέα την απογοήτευσή τους για το πώς έγινε σήμερα το νησί. «Πού είναι οι ωραίοι Ελληνες, ντόπιοι και μη, που κάναμε πλάκες; Πού είναι τα ωραία πάρτυ στις παραλίες; Γιατί τόσο αδικαιολόγητη ακρίβεια; Και επιτέλους, πού μπορούμε να φάμε ωραίο παραδοσιακό φαγητό;». Φυσικά δεν είναι οι μόνοι. Οι πιτσιρικάδες, η ατμομηχανή της μυκονιάτικης ενέργειας, δεν μπορούν πια να έρθουν στο νησί.
Οταν οι πελάτες απαιτούν και πληρώνουν, τα πάντα επιτρέπονται και αγοράζονται
Οι φούσκες πάντα σκάνε και στη Μύκονο αιωρούνται πολλές. «Οταν ξυπνήσουμε κουρεμένοι πάνω στο πάπλωμα που φτιάχτηκε με τα δικά μας μαλλιά θα είναι αργά», λέει μια παλιά μυκονιάτικη παροιμία, από αυτές που σκάρωναν συνεχώς εκείνοι οι ωραίοι σοφοί κι αυθεντικοί ντόπιοι, οι οποίοι πια είναι και αυτοί κρυμμένοι, φοβούμενοι την ώρα που θα έρθει για να γλείψουν τα κόκαλα της γιορτής, όπως είπε χαρακτηριστικά ένας ντόπιος βλέποντας τους τουρίστες και διαπιστώνοντας την αλλοίωση της φυσιογνωμίας αυτού του υπέροχου νησιού.
protothema.gr