Ωωωχου Παναγίαααα μου!!! Πάρτε το παιδί από εδώωω, μην βλέπει τα αίματα!!! Το παιδί, το παιδι! Πάρτε ένα ασθενοφόρο!
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια, τα μοναδικά λόγια, εκείνη τη στιγμή, ηχούσαν σαν τσιρίδες στα αυτιά μου, ήταν όμως φωνές που θα με ακολουθούσαν σε κάθε βήμα στην ζωή μου πλέον,
ήταν λόγια, που από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, πετσόκοψαν την καρδιά μου, σε χίλια δύό κομμάτια
– Ναι αυτό ήταν εντέλει..
έβλεπα τον αδερφό μου χάμω, ακίνητο, αμίλητο, χλωμό…
Παντού αίματα, όπου και να γυρνούσα το βλέμμα μου αίματα, στα κλειστά του μάτια, στο κεφαλάκι του, στο στόμα του, στα αυτιά του..
Τρόμος… Ρίγος… Φόβος… Τι σημαίνει τόσο αίμα..
Ένα δευτερόλεπτο και όλα χλόμιασαν…
Πριν εκείνο το δευτερόλεπτο που ακόμα δεν ήταν όλα χλωμά, κρατιόμασταν χέρι χερι.. και ήμασταν προσεκτικοί, πολύ προσεκτικοί, όπως μας είχε πει η μαμά, τα μάτια μας πάντα ανοιχτά έλεγε, πάντα προσεκτικά και ας είναι μόνο πέντε μέτρα ως το σπίτι…
Και περπατούσαμε στην άκρη όπως μας έχει μάθει η μαμά… Δεν είχε πεζοδρόμιο…
Όσο πιο άκρη έλεγε και ας νιώθουμε ότι κολλάμε στο τοίχο, έτσι έπρεπε μας έλεγε
Αυτό κάναμε… Τι πήγε στραβά μαμά;;;; τι κάναμε λάθος; τι έκανα;
Στο κορμάκι του αδερφού μου είχαν πέσει χίλιοι άνθρωποι να τον σώσουν, διασώστες με χίλια μηχανήματα φώναζαν στον αδερφό μου
Μικρέ μην εγκαταλείπεις, δώσε μας μια μικρή αφορμή
και μετά έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλληλοχτυπωντας την πλάτη τους και ψιθυριστά μονολογούσαν “Έλα πάμε, γερά”
Μα, τίποτα δε γινόταν..
Το μόνο που γινόταν ήταν ότι ο ήλιος κρύφτηκε και τη θέση του την πήραν μαύρα σύννεφα..
Σκοτείνιασε ο ουρανός… όπως σκοτείνιασε η ψυχή μου.
Και τότε ήρθαν και οι άνθρωποι με τις στολές, οι αστυνομικοί, που ρωτούσαν για το συμβάν, έτσι το αποκαλούσαν, και όλοι με έδειχναν με το δάχτυλο…
Θεέ μου ένιωθα τόσο ενοχή και όμως, δεν έφταιγα.. δεν έφταιγα καθόλου
Έφταιγε εκείνος, που γυρνούσε από ένα τραπέζι, που από έθιμο είχε πιει καμία δεκαριά κούπες, που οδήγησε μεθυσμένος, που ούτε καν σταμάτησε, που σκότωσε έναν άνθρωπο, ένα παιδί! Εκείνος έφταιγε! Και εκείνοι που ήταν γύρω του, όταν έπινε..
Δεν μου μίλησαν εκείνη τη στιγμή, με κοιτούσαν με θλιμμένο και συμπονετικό ύφος.. Χαμήλωσαν το κεφάλι και περίμεναν τους διασώστες, για το θαύμα!
Και τότε ήταν που άκουσα την πιο συγκλονιστικη φωνή, μέσα σε όλο αυτό το χάος…
Παναγίαααα μου το παιδί μου, φύγετε όλοι, φυγετεεε να το πάρω αγκαλιά, να το σφιξω τόσο και να του δώσω από την ψυχή τη ψυχή μου, από την πνοή τη πνοή μου, από τα μάτια τα μάτια μου, από τη καρδιά τη καρδιά μου, φυγετεεε σας λεωωω, ποιος είναι αυτοοος που μου κανε τέτοιο κακοοο και τι του ‘χω κανειιι; που μου κλείσε το σπίτι έτσι αναίτια; ποιος; να μου πει γιατιιι; γιατί να μου πει θέλω;τι κακό του Κάμα;
Ξύπνα αγόρι μου, να τους χαιρετήσεις όλους; όλοι περιμένουν το χαμόγελο σου, σήκω λεβέντη μου, σήκω αγόρι μου, πάρε τη ψυχή μου θεέ μου κ δωστου τη, τι κακό σου κάνα, που θα μου το βάλεις σε τάφο το παιδί μου! Φοβάται το σκοτάδι ο λεβέντης μου, σήκω γιε μου να φύγουμε, σήκω αγόρι μου
Και έπειτα ουρλιαχτά και κλάματα μαζί.. Ίδιος μονόλογος ξανά και ξανά, ίδια ουρλιαχτά, ίδια όλα…
Έβλεπα τη μάνα μου να χάνει τα λογικά της, μιας και στο θρήνο της, αναφιλητά με έπιασαν κ ένιωθα πως θα πεθάνω κ γω, μα και οσο μπορούσα κ έβλεπα, όλοι όσοι είχαν μαζευτεί ένιωσαν το θρήνο της, έσκυψαν το κεφάλι και έκλαψαν γοερά μαζί της,
Ποιος είναι αυτός που δεν δακρύζει μπροστά στο θρήνο μιας μάνας; ακόμα και ο ίδιος χάρος εκείνη τη μέρα το κάμε..
Μονολογουσε η μαμά μου και αισθανόμουν ότι βρισκόμουν στην πρώτη κηδεία της ζωής μου.. αυτή ήταν του αδερφού μου..
Τότε μια γειτόνισσα την έπιασε απαλά, τη σήκωσε και την πήγε παραπέρα..
Έπειτα είναι ανατριχιαστικο που το λέω, αλλά όλα είχαν μια διαδικασία…
Η ζωή του αδερφού μου χάθηκε, ήταν μόνο 9, ήταν παιδί, είχε όνειρα, του άρεσε το ποδόσφαιρο, του άρεσαν οι ήρωες, χάθηκε όμως εξαιτίας σου,
γιατί εσύ ήπιες, γιατί εσύ είσαι μάγκας και ήπιες πολύ, γιατί εσύ έχεις έθιμα και ποιος άντρας λέει όχι στα έθιμα; και έτσι ήπιες πολύ πάρα πολύ ή αλλιώς, πολλές πάρα πολλές πολλές κούπες!
Και έπειτα, είπες ας πάρω και το αυτοκίνητο να πάω σπίτι!
και όποιον πάρει ο χάρος που λένε!
Ε! Ο χάρος πήρε τον αδερφό μου, είσαι πολύ μάγκας τώρα;
Ένα δευτερόλεπτο μας άλλαξε όλη μας τη ζωή, όλες μας τις στιγμές, όλες μας τις συνήθειες, όλο μας το είναι.
Δεν θα είμαστε ποτέ ξανά οι ίδιοι και φταις εσύ γιαυτό, πόσο υπερήφανος νιώθεις τώρα;
Γράφει η Ιωάννα Ροζάκη
zarpa.gr