Αύγουστος 2015. Μεσημέρι Τετάρτης. Κρήτη.
Το βαφτιστικό όνομα της μικρής, τουριστικής ταβέρνας στην Επάνω Βιάννο του νομού Ηρακλείου είναι ελληνικό αλλά δυσκολεύεται κανείς να το αντιληφθεί… , αφενός επειδή είναι γραμμένο με λατινικά ψηφία, αφετέρου επειδή του λείπουν τα δύο τελευταία γράμματα. Ένα μεγάλο ρωσίζον «Lefk» (τα ρέστα από το προσωνύμιο «Λεύκες») πάνω από την πόρτα της εισόδου, αφήνει να αιωρείται το ενδεχόμενο να σερβίρονται εντός, πιάτα από τον Καύκασο. Την πιθανότητα αυτή τη διαλύει όμως, άμα τη εμφανίσει, η στερεωμένη επί του τοίχου κρητική λύρα και το πλεχτό κεφαλομάντηλο που θα πρέπει να διακοσμούν το χώρο εδώ και τριάντα τουλάχιστον χρόνια, αν κρίνει κανείς από το πάχος της επικαθισμένης τηγανίλας. Οι αναθυμιάσεις του τηγανιού έχουν αθροιστικά προκαλέσει effect ακαμψίας και μουμιοποίησης στο ντεκόρ.
Οι θαμώνες παρακολουθούν υπομονετικά τις δυο μόνες γυναίκες (μάνα και κόρη) που έχουν πάρει επ’ ώμου το μαγείρεμα και το σέρβις…, αλλά και την εκπρόσωπο της τρίτης γενεάς, μια γυμνόστηθη πανοφόρο μπέμπα, ενάμιση περίπου έτους, που περιφέρεται στα τραπέζια και μοιράζει τζάμπα χαμόγελα.
Ξαφνικά, τα τζάμπα χαμόγελα κόβονται. Μία δυσαρεστημένη « Τσιτσίλχεν» από τα έξω τραπέζια, πλησιάζει απειλητικά το άβατον της ταβέρνας με βηματισμό Βέρμαχτ που καμουφλάρεται δύσκολα κάτω από το κλαρωτό της φουστάνι. Παραβιάζει το FIR των ψυγείων που υπερλειτουργούν ηχηρά λόγω ζέστης και μπαίνει στην κουζίνα. Η δήλωση–απαίτηση : « Ι want (βάντ) my beer NOW!» και κυρίως αυτό το NOW, αναγκάζουν την νεαρότερη εκ των δύο γυναικών, να αφήσει μισοσφαγμένη μια ντομάτα από την τρέχουσα χωριάτικη, να σκουπίσει, όπως–όπως τα χέρια της και να τσακιστεί με τέσσερα καλογυαλισμένα ποτήρια επί πίνακι, στο τραπέζι της δεσποτικής αφέντρας Γερμανίδας, το οποίο μάλιστα επανδρώθηκε πολύ αργότερα από τα υπόλοιπα αναμένοντα τραπέζια.
Γιατί Νόμος είναι το δίκιο του ιδιοκτήτη και γιατί η υπόλογη ταβερνιάρισσα κουβαλάει ασυνείδητα εν προκειμένω μια συλλογική ευθύνη. Μπορεί, δεν μπορεί, κατέχει, δεν κατέχει το know how και το know now… πρέπει να αποδείξει ότι οι Έλληνες δεν είναι ανίκανα τεμπελόσκυλα…
Δε χαμογελάει πλέον. Ούτε η ίδια ούτε η μπέμπα της. Σερβίρει.
Στην Επάνω Βιάννο του νομού Ηρακλείου της Κρήτης, την επομένη της Συμφωνίας Τσίπρα- Μέρκελ , σηκώθηκαν και κυμάτισαν γερμανικές σημαίες. Δεν είναι σχήμα λόγου. Συνέβη πραγματικά. Απλώς η είδηση υποβαθμίστηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης του νησιού κι έμεινε ορφανή να μεταφέρεται με θυμό , από στόμα σε στόμα. Δεν το έμαθε κι ο παππούς Γλέζος. Ιδιοκτήτες γαρ οι Γερμανοί στο συγκεκριμένο χωριό, που συνδυάζει αμέτρητα πλεονεκτήματα και χαρακτηριστικά βουνού, κάμπου και θάλασσας ταυτόχρονα, θεώρησαν ότι η γη και το ύδωρ που έδωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός, κατά κάποιο τρόπο, τους ανήκει. Μαζί με ό,τι πετάει, κολυμπάει και μαγειρεύει εντός, εκτός και επί τα αυτά της…
Οι Γερμανοί –ιδιοκτήτες στο χωριό ξέρουν να διαλέγουν στέκια. Πάνε εκεί που τους παίρνει να το παίζουν αφεντικά. Γιατί υπάρχουν κι άλλα μέρη. Κάτι καφενέδες, κάτι αυλές, όπου τα βλέμματα είναι πιο διαπεραστικά κι από σφαίρες καλάσνικωφ.
Οι Κρητικοί έχουν να το λένε ότι κανένας κατακτητής δεν καλοπέρασε στα μέρη τους. Η ειδοποιός διαφορά στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι οι επίδοξοι κατακτητές πρόλαβαν κι αγόρασαν σπίτια, πριν καν επιτάξουν όλα τα υπόλοιπα.
Έτσι, η μικρή ταβέρνα «Lefk» έγινε ένα πεδίο βολής μικρό και πικρό… Και η μεγάλη ειρωνεία είναι πως πριν πάρει ο περαστικός την κατηφόρα ίσαμε να φτάσει στην πόρτα της, περνάει υποχρεωτικά από μια ακόμα μικρότερη και πικρότερη χαρακτηριστική πλατεία, με το μνημείο των πεσόντων ’40- ’44 καρφωμένο στην κεφαλή της…. Τα αντρικά ονόματα που είναι σκαλισμένα στο μάρμαρο σίγουρα δεν πίνουν καφέ εκεί που κάνουν τσαμπουκάδες οι Τσιτσίλχεν των όψιμων τραπεζιών…Αλλού συχνάζουν.
Tης Τζένης Κωστοπούλου – independentnewsagency