Ανησυχητικό χαρακτηρίζουν οι ερευνητές το εύρημα, ότι περισσότεροι από τους μισούς καπνιστές συνεχίζουν να καπνίζουν, μετά από σοβαρό έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο, παρότι είναι γνωστό ότι ένας μέσος καπνιστής πεθαίνει, κατά μέσο όρο, 10 χρόνια νεώτερος από ένα μη καπνιστή.
Ερευνητές από το βασιλικό κολέγιο του Λονδίνου, που παρουσίασαν στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, αποτελέσματα μελέτης που έγινε στη Βρετανία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ολλανδία, κατέληξαν επίσης στο συμπέρασμα ότι η βοήθεια που μπορεί να δεχτεί από τον σύντροφό του ένας εξαρτημένος καπνιστής, που βρίσκεται σε υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, για να κόψει το κάπνισμα, είναι πολύ πιο σημαντική απ’ ότι από τον γιατρό του.
Ακόμα και ο ρόλος της νοσοκόμας στην προσπάθειά του αυτή, μπορεί να είναι πιο ουσιαστικός από αυτόν του γιατρού, υποστηρίζουν. Η μελέτη έδειξε ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται πιο κοντά σ’ έναν καπνιστή, ακόμα και αν είναι ο ίδιος καπνιστής, αλλά και οι νοσοκόμες που μπορεί να τον συναντούν για προβλήματα υγείας που σχετίζονται με το κάπνισμα είναι οι πιο αποτελεσματικοί συμπαραστάτες του στην προσπάθεια να διακόψει το κάπνισμα.
Ο καθηγητής Ν. Γουντ που παρουσίασε τα αποτελέσματα της μελέτης, τόνισε ότι 90% όσων βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για καρδιαγγειακό επεισόδιο και ακολουθούν θεραπείες για μείωση των παραγόντων κινδύνου (υπέρταση , χοληστερόλη κ.α), εξακολουθούν να καπνίζουν. Μάλιστα οι περισσότεροι λένε ότι ο γιατρός τους συμβούλευσε να σταματήσουν το κάπνισμα, αλλά δεν τους βοήθησε ουσιαστικά να το πετύχουν.
Τα καλά νέα σύμφωνα με τον Ν. Γούντ είναι ότι, εάν κάποιος κόψει το τσιγάρο στα 50 , δεκαπέντε χρόνια μετά, είναι σα να μην έχει καπνίσει ποτέ! Ο βρετανός ερευνητής εξήγησε ότι όσο νωρίτερα σταματά κάποιος αυτή την κακή συνήθεια, τόσο περισσότερα χρόνια ζωής κερδίζει και ανέφερε ότι αν κάποιος σταματήσει να καπνίζει στα 60,50,40, 30 κερδίζει αντίστοιχα 3,6,9 και 10 επιπλέον χρόνια καλής ζωής.