Ο θρυλικός body builder των ’80s Σπύρος Μπουρνάζος, που στον χώρο του τον αποκαλούσαν «Έλληνα Σβαρτσενέγκερ», είναι σήμερα ένας πενηνταπεντάρης αποτραβηγμένος από κάθε δημοσιότητα.
Ο Χρήστος Παρίδης από το περιοδικό Lifo τον συνάντησε και προσπάθησε να δει πώς τα βολεύει, μεγαλώνοντας, κάποιος που τα πόνταρε όλα στο ωραίο του κορμί.
—Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια στην Αμφιλοχία;
Ως μια πρωτόγονη εποχή με λυχνάρια, φούρνους, αλέτρι – η Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Με το που τελειώναμε το σχολείο, φεύγαμε με τους γονείς μας από την Αμφιλοχία. Πηγαίναμε στα χωράφια, στη λίμνη Αμβρακία, βάζαμε καπνά. Γυρνούσαμε τον Σεπτέμβρη για το σχολείο. Για διακοπές, μπάνια, αν και ήμασταν σε παραθαλάσσια πόλη, δεν πηγαίναμε. Μια ζωή ανέμελη, παρά τη φτώχεια. Υπήρχε αγάπη, συμπόνια, φιλία, υπήρχε ζεστασιά.
— Πότε ανακάλυψες το body building;
Όταν έπεσε στα μάτια μου ένα περιοδικό με εξώφυλλο τον Στιβ Ριβς, που κυριαρχούσε σε ταινίες ως Ηρακλής, Οδυσσέας, Αχιλλέας. Ήταν Mr. Universe και σε όλα τα έργα αυτόν έπαιρναν. Ήταν ψηλός, στο δικό μου ύψος, 1,87, στο πρόσωπο σαν αρχαίος Έλληνας, με μπλε μάτια, και φάνταζε εξωπραγματικός, νομίζαμε ότι τον είχαν φουσκώσει. Μου κέντρισε την περιέργεια και είπα στον πατέρα μου να μου πάρει το περιοδικό. Όλα τα παιδάκια ζητούσαν παιχνίδια, εγώ αυτό. Ήταν ακριβό για εκείνη την εποχή και του υποσχέθηκα ότι θα αποδώσω στις αγροτικές δουλειές για να μου το φέρει. Δώσ’ του δουλειά, πότιζε εκεί, κουβάλα εδώ. Μόλις το είδα κάτι μου είπε μέσα μου ότι θα γίνω τέτοιος κι έφτιαξα τα πρώτα όργανα στα 13 μου. Χωρίς να ξέρω από body building, ξεκίνησα χτίζοντας το σώμα μου για να με βοηθήσω στον αθλητισμό. Είδα ότι όσο πιο ρωμαλέο είναι το σώμα σε εμφάνιση, τόσο πιο δυνατό είναι στον αθλητισμό.
Λόγω κακής συμπεριφοράς στο δημοτικό. Ήμουν ατίθασος και αυτό δημιουργούσε έχθρα μεταξύ των γονιών και των δασκάλων μου – με έλεγαν διαφθορέα, ότι παρασύρω τα παιδιά. Θεωρούσαν ανήθικο να μη διαβάζεις, το να είσαι ο εαυτός σου, να είσαι ελεύθερος. Εγώ, επειδή το κουβάλαγα αυτό, την ελευθερία, δεν μπορούσα να δεσμευτώ. Ένιωθα άγχος, καταπίεση, αγωνία μήπως με σηκώσουν στο μάθημα και δεν ξέρω, γιατί δεν μπορούσα να διαβάσω. Έκαναν οικογενειακό συμβούλιο και είπαν να με «εξαφανίσουν» σε μια αδελφή της μητέρας μου που είχε παντρευτεί στην Αθήνα.
Πηγαίναμε στον Άγιο Κοσμά για επίδειξη δύναμης. Επειδή είχε αθλητικές εγκαταστάσεις εκεί, τις Κυριακές πήγαιναν όλοι κι έκαναν αθλητισμό. Υπήρχε κι ένα μέρος με βάρη, όπου μαζεύονταν οι παλιοί πρωταθλητές. Εκεί με είδε ο Κώστας Κακαβάς το ’76 που έκανε κι αυτός βάρη – ήταν πολύ καλός, είχε πολύ ωραίο σώμα για την εποχή. Με πλησίασε -δεν τον αναγνώρισα εγώ- και του άρεσαν το στυλ μου και η κορμοστασιά μου. Επειδή ήμουν πολύ δυνατός, με σύστησε στον Κωστογλάκη, παλιό πρωταθλητή του body building. Μόλις με είδε μου είπε, «την Κυριακή έχει στο Χίλτον “Μίστερ Ελλάς” (σ.σ. ήταν Παρασκευή). Είσαι πανέτοιμος, αλλά καλύτερα να ξυρίσεις το σώμα σου για να φαίνεται καλύτερα». Δεν ξυρίστηκα, πήγα στους αγώνες με παλιούς αθλητές, ψημένους και γιγάντιους, 27-28 χρόνων, και κατά περίεργο τρόπο βγήκα δεύτερος. Όλοι ήταν μια κατηγορία. Μόνο στο ύψος διέφεραν οι κατηγορίες: κοντοί, μεσαίοι, ψηλοί.
— Πήραν τα μυαλά σου αέρα με τη νίκη;
Όχι, ήμουν σε μια κατάσταση που δεν υπήρχε άνεση και το body building δεν είχε καμία προβολή τότε. Ήταν περιθωριακό, πήγαιναν οικοδόμοι, όχι μορφωμένοι άνθρωποι, ντρεπόσουν να πεις ότι κάνεις γυμναστική. Οι αγώνες ήταν τύπου «Μίστερ Ελλάς», καλλιστεία ανδρών, η λέξη body building, δεν υπήρχαν καν.
Εννοείται, γιατί δεν υπήρχαν τέτοια σώματα. Είχα πρόσωπο Άδωνι, μου την έπεφταν άντρες-γυναίκες. Το θέμα δεν ήταν αν μπορούσα να αντισταθώ, αλλά ότι λόγω φτώχειας είχα βάλει στόχους. Το πρωτεύον για μένα ήταν πού θα γυμναστώ, όχι τα γκομενιλίκια. Έβλεπα όλη τη βρομιά που υπήρχε, υποσχέσεις από τον ένα, τον άλλο, από φίλους, γνωστούς, γυναίκες, άντρες, παράγοντες, όλοι ήθελαν να με εκμεταλλευτούν, να με πάρουν το βράδυ στα μπουζούκια, να με παρουσιάσουν, δεν με ήθελαν ως άνθρωπο, ως φίλο. Άλλος με ήθελε για σεξ, άλλος για μπράβο, η άλλη για παντρειά. Πάντως, επειδή ήμουν από μικρός ελεύθερο κι ατίθασο πνεύμα, δεν μπορούσα να παραδοθώ. Θα μπορούσα να είμαι μπράβος ή ζιγκολό, να χωθώ στα κυκλώματα στα οποία ήμουν περιζήτητος. Ήταν και το γυμναστήριο του Κωστογλάκη στη Ζήνωνος, πάνω από τα μπουρδέλα. Με έβλεπαν οι γυναίκες και ήθελαν να γίνω ο νταβατζής τους, ο άντρας τους. Αυτό κι αν ήταν δέλεαρ. Δεν είχα ηθικούς φραγμούς, αλλά πίσω στο χωριό είχα και μια οικογένεια, πώς θα αντιμετώπιζα τους γονείς μου στην επαρχία; Και μόνο αυτός ο φόβος με φρέναρε από το να ξαμοληθώ τελείως. Όλοι γύρω μου είχαν άνεση και χρήμα κι εγώ έλεγα «πόσο ακόμα θα πηγαίνω οικοδομή, όταν οι άλλοι διασκεδάζουν;». Άκουγα από τη μια τη λογική και από την άλλη το συναίσθημα. Υπήρχε ένας διχασμός.
— Θα ήσουν και ο αγαπημένος των γκέι εκείνα τα χρόνια…
Όταν απογειώνεσαι, σου την πέφτουν όλοι. Και όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλο το Κολωνάκι. Έκανα παρέα με τον Billy Bo και νόμιζαν ότι κάτι τρέχει. Γιατί το στοίχημα όλων των «υψηλών» γκέι του Κολωνακίου ήταν να παίρνουν τα τεκνά και να τα πληρώνουν. Ήμουν κι εγώ εμφανίσιμος ως νέος, αλλά επειδή δεν πήγαινα με κανέναν δεν είχα να φοβηθώ τίποτα. Αν κάνεις κάτι που δεν θέλεις μόνο για τα χρήματα, ξεφτιλίζεσαι. Αν ενέδιδα είτε σε άντρα γκέι είτε σε γυναίκα πόρνη, θα ήταν το ίδιο.
— Πώς θα ήταν το ίδιο;
Γιατί και οι δύο θα με πλήρωναν, δεν θα είχα την ελευθερία να είμαι ο εαυτός μου. Στα κλαμπ της Πλάκας, απ’ όσο θυμάμαι, το πρώτο για το οποίο με πλησίαζαν ήταν το πληρωμένο σεξ. Μεγάλοι και τρανοί. Κι εγώ ήμουν ένα παιδί που ήθελε να ερωτευτεί και που είχε στόχο να κάνει οικογένεια. Δεν ήταν ο στόχος μου να αποκτήσω με αθέμιτους τρόπους χρήματα και να είμαι δεσμευμένος.
— Ποια ήταν η πρώτη μεγάλη σου νίκη στο body building;
Το 1979, στο 1ο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα της Διεθνούς Ομοσπονδίας, στα 21 μου. Κέρδισα σε όλες τις κατηγορίες. Όλους τους πρωταθλητές από το 1967 μέχρι το 1979. Ο πρόεδρος τότε, ο Σταύρος Τριανταφυλλίδης, με πήρε στο Οχάιο για να διεκδικήσω τον τίτλο «Μίστερ Υφήλιος». Δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια, βγήκα 12ος στον κόσμο. Εμείς ούτε φόρμες δεν είχαμε να φορέσουμε. — Γιατί δεν έμεινες στην Αμερική; Με πήρε μια γυναίκα, η Πάτι, σπίτι της. Οι υπόλοιποι έμεναν στο ξενοδοχείο. Όλη τη μέρα μαγείρευε και τις υπόλοιπες ώρες περνούσαμε ωραία. Όταν τέλειωσαν οι αγώνες, με πήγε στο Λος Άντζελες και με γνώρισε στον Σβαρτσενέγκερ. Ήθελε να με κρατήσει, αλλά δεν μπορούσα να ζήσω μια ζωή φρακαρισμένη, ήθελα ελευθερία. Δεν το μετάνιωσα. Από ένστικτο είπα ότι η βάση μου είναι στην Ελλάδα, παρόλο που γυρίζοντας δεν τα βρήκα ρόδινα. Με περίμενε στρατός. Καλύτερα που γύρισα και βρήκα τον πραγματικό μου εαυτό. Αν είχα μείνει, θα είχα μπλέξει με μπίζνες και όλα αυτά.
— Ήταν και μια εποχή που δούλευες νύχτα…
Μια πενταετία, από το ’77 μέχρι το ’81. Αλλά όχι προστασία, φυλούσα μαγαζιά με κίνδυνο της σωματικής μου ακεραιότητας.
— Έχει ακουστεί ότι κάποτε έγινε μια απόπειρα εναντίον σου.
Δεν ισχύει. Μπέρδεψαν το όνομά μου με ενός ξαδέρφου μου. Αλλά πολλές φορές ένιωσα απειλή. Σχεδόν όλοι μου οι φίλοι χάθηκαν ή έμπλεξαν. Για όλους έχω πονέσει, αλλά τους είχα προειδοποιήσει. Αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάζει. Όσοι μπλέκουν με αυτά είναι ζήτημα χρόνου πότε θα καταλήξουν στη φυλακή ή θα τους σκοτώσουν.
— Πότε τέλειωσες με το άθλημα;
Το ’84 στη Ρώμη βγήκα 5ος στον κόσμο και το ’85 «Μίστερ Ευρώπη». Σταμάτησα τέσσερα χρόνια και με θεωρούσαν ξοφλημένο. Το ’89 έκανα ένα come back στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και βγήκα 1ος Πανελληνιονίκης. Τα παράτησα στη Μάλτα, όταν είδα την αδικία να βγάζουν έναν Ιταλό 1ο, ενώ ήταν πολύ κατώτερος από μένα. Ήμουν μόλις 31 χρόνων. Σταδιακά αποσύρθηκα από όλα. Διατήρησα ένα fitness σώμα και ο Τερζόπουλος, που με συμπαθούσε, με τη Λάουρα ντε Νίγκρις με έβαλαν στα lifestyle περιοδικά. Έκανα και ταινίες με τον Όμηρο Ευστρατιάδη και τον Χαρτοματζίδη.
— Δεν σου έλειπε όλη εκείνη η ένταση;
Την αντικατέστησα με ηρεμία, γαλήνη, ενδοσκόπηση εσωτερική, ώστε να γνωρίσω τον πραγματικό μου εαυτό. Διάβασα πολλή αρχαία ελληνική φιλοσοφία για να βρω τα κρυφά κομμάτια που έκρυβα μέσα μου και δεν τολμούσα να βγάλω έξω. Είχα δώσει μεγάλη έμφαση στο εξωτερικό κομμάτι και είχα ξεχάσει το μέσα.
— Δηλαδή, διέγραψες το παρελθόν σου;
Όχι, δεν το έχω διαγράψει, αλλά το θυμάμαι ως ανάμνηση. Δεν με συνδέει τίποτα με τον παλιό Σπύρο. Νόμιζα ότι ήμουν άτρωτος, έκρυβα όμως μια τεράστια ευαισθησία. Όσο άφοβος ήμουν μέσα στη νύχτα, τόσο φοβισμένος μέσα στη μέρα. Είχα φτιάξει ένα τρομακτικό «εγώ» κι είχα ξεχάσει αυτό που ήμουν πραγματικά. Ένα «εγώ» που δεν μπορούσε να πάρει απόσταση από τις πράξεις μου. Όσοι, πάντως, με έβλεπαν ανταγωνιστικά εκείνα τα χρόνια τώρα με αποδέχονται, κατάλαβαν την αξία μου. Αλλά το παρελθόν ανήκει στις αναμνήσεις. Δεν με ενδιαφέρει ούτε το μέλλον, μόνο το παρόν, και το απολαμβάνω χωρίς να έχω να αποδείξω σε κανέναν τίποτα. Έχω συμβιβαστεί με τον χρόνο.
Πηγή: www.lifo.gr